Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη έστρεψαν το βλέμμα τους στα άστρα. Οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση ξεκίνησαν μια πολυδάπανη διαστημική κούρσα, η οποία αποτέλεσε την προπαγανδιστική αιχμή του δόρατος του Ψυχρού Πολέμου.

Στην αρχή η πλάστιγγα έγερνε προς την ΕΣΣΔ. Το διαστημικό ταξίδι του Yuri Gagarin έμελλε να σημαδέψει το μέλλον της ανθρωπότητας, αλλά οι ΗΠΑ δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Η προσσελήνωση του Neil Armstrong με το «Apollo 11» εξασφάλισε στην αμερικανική πλευρά το μεγαλύτερο διαστημικό παράσημο του 20ού αιώνα. Κανείς, όμως, δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πως σχεδόν 50 χρόνια μετά η νέα μεγάλη τεχνολογική μάχη δεν θα δινόταν στο Διάστημα, αλλά, αντίθετα, στην επιφάνεια του πλανήτη μας. Και το «άγιο δισκοπότηρο» που όλοι σήμερα κυνηγούν −ή φοβούνται− ονομάζεται «5G».

Κάτι παραπάνω από γρήγορο ίντερνετ

Για να κατανοήσουμε τη σημασία του 5G, πρέπει να δούμε πόσο διαφορετικό είναι από το γνωστό μας 4G. Σε συνθήκες απλής χρήσης, το δίκτυο πέμπτης γενιάς υπολογίζεται πως είναι περίπου 20 φορές γρηγορότερο. Μια ταινία δύο ωρών χρειάζεται περί τις 26 ώρες για να κατέβει σε δίκτυο 3G, έξι λεπτά σε 4G, ενώ σε 5G χρειάζεται 3,6 δευτερόλεπτα! Τόσο θεαματικές είναι οι βελτιώσεις. Όμως, η υπόθεση δεν αφορά μόνο στο κατέβασμα ταινιών, στο σερφάρισμα στο Ίντερνετ ή στην ανεπηρέαστη χρήση των τηλεφωνικών δικτύων. Το 5G θα αποτελέσει τη βάση για την ιστορικότερη τεχνολογική μεταμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Η επικοινωνία μεταξύ των μηχανών θα πραγματοποιείται με ασύλληπτες για τα σημερινά δεδομένα ταχύτητες. Τηλεπικοινωνίες, διασύνδεση συστημάτων και συσκευών (Internet of Things), «έξυπνες» πόλεις, αυτόνομα αυτοκίνητα, ανεπηρέαστες τηλεφωνικές κλήσεις, υπερπολλαπλάσιος μεταφερόμενος όγκος δεδομένων είναι μόνο μερικές από τις λέξεις και τις φράσεις που ακολουθούν την περιγραφή αυτής της εντυπωσιακής τεχνολογίας. Με το 5G δεν θα μιλάμε πλέον για ασύρματη σύνδεση ανθρώπων μέσω συσκευών, αλλά για μια αδιάκοπη διασύνδεση κάθε συσκευής με όλες τις άλλες. Ασταμάτητα, ταχύτατα και πιο αποτελεσματικά από ποτέ. Και όλα αυτά περιστρέφονται γύρω από μια ακόμη μάχη υπερδυνάμεων: ΗΠΑ εναντίον Κίνας.

Γιατί τόση έχθρα;

Για ορισμένες από τις ισχυρότερες κυβερνήσεις του πλανήτη το 5G θεωρείται το επόμενο «εργαλείο» κυριαρχίας. Η εκμετάλλευση των δικτύων του παρομοιάζεται με τον έλεγχο των πετρελαϊκών αγωγών που έκριναν τη γεωπολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Δύσης και η εντυπωσιακή ιστορία που στήνεται πίσω από τις πραγματικές του δυνατότητες ίσως και να ξεπερνά τη δόξα μιας διαστημικής βόλτας. Στην πραγματικότητα, ο έλεγχος της πληροφορίας είναι αυτό που όλοι θαυμάζουν αλλά και φοβούνται. Η Κίνα θεωρείται αυτήν τη στιγμή ο παγκόσμιος πρωτοπόρος στα δίκτυα 5G.

Σύμφωνα με έκθεση της Deloitte, από το 2015 το Πεκίνο έχει ξοδέψει 24 δισ. δολάρια περισσότερα από την Ουάσιγκτον για την ανάπτυξη υποδομών ασύρματης επικοινωνίας, ενώ προγραμματίζει να επενδύσει 411 δισ. δολάρια έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας μόνο για υποδομές που αφορούν το 5G. Για να κατανοήσουμε τα μεγέθη αυτά, αξίζει να θυμηθούμε ότι στην περίπτωση της κούρσας του 4G, η οποία βρήκε νικήτριες τις ΗΠΑ, τα οικονομικά οφέλη στο ΑΕΠ της έφτασαν περίπου τα 100 δισ. δολάρια. Εάν οι αμερικανικές Αρχές καταφέρουν να πετύχουν ακόμη μία τεχνολογική ανατροπή στο πεδίο του 5G, τότε υπολογίζουν ότι θα δημιουργηθούν περί τα τρία εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και το όφελος για την οικονομία της χώρας θα φτάσει το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια.

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο τα λεφτά. Είναι ο έλεγχος – ή ο φόβος να περάσει ένα τόσο επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια του «εχθρού». Σήμερα το «καμάρι» της Κίνας για την τεχνολογία δικτύων 5G είναι η Huawei. Σε πολλούς μπορεί να είναι γνωστή μόνο για τα κινητά της, όμως η κινεζική εταιρεία θεωρείται ο κορυφαίος «παίκτης» του 5G παγκοσμίως. Αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή εξοπλισμού δικτύων στον πλανήτη και η υπεροχή της τρομάζει την κυβέρνηση Trump περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Οι αμερικανικές Αρχές θεωρούν ότι η άμεση εμπλοκή μιας κινεζικής εταιρείας στη διαχείριση ενός δικτύου που θα μεταφέρει, στην ουσία, τις ζωές όλων μας συνιστά το υπέρτατο όπλο κατασκοπείας ή/και μοχλού πίεσης για ενδεχόμενο έλεγχο ζωτικής σημασίας υποδομών, όπως η ενέργεια, τα αμυντικά συστήματα ή τα προσωπικά δεδομένα. Επειδή, όμως, αυτήν τη στιγμή η κούρσα γέρνει προς Ανατολάς, η κυβέρνηση Trump προσπαθεί να σταματήσει την κινεζική διείσδυση μέσω απαγορεύσεων.

Στα μέσα Μαΐου η αμερικανική διοίκηση υπέγραψε προεδρικό διάταγμα το οποίο επικαλείται καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, απαγορεύοντας στις αμερικανικές εταιρείες τηλεπικοινωνίας τη χρήση ξένου εξοπλισμού δικτύων για λόγους εθνικής ασφάλειας. Κατά την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος, ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου, Wilbur Ross είπε ότι στόχος του αποτελεί η προστασία της αλυσίδας διακίνησης πληροφοριών από «ξένες απειλές για τα δεδομένα και την επικοινωνιακή τεχνολογία του έθνους, καθώς και για την εφοδιαστική αλυσίδα υπηρεσιών».

Μάλιστα, στις 4 Οκτωβρίου 2018 ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Mike Pence είχε δώσει και το ιδεολογικό στίγμα για το πώς οι ΗΠΑ βλέπουν αυτή την κινεζική «τεχνολογική απειλή». Μιλώντας στο Hudson Institute είχε πει ότι «μέσα από το λεγόμενο πρόγραμμα “Made in China 2025”, το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θέλει να επιτύχει τον έλεγχο του 90% των πιο εξελιγμένων τεχνολογιών του πλανήτη, όπως τη ρομποτική, τη βιοτεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη». Και τι θεωρείται το «νευρικό σύστημα» αυτών των πρωτοπόρων τεχνολογιών; Τα δίκτυα 5G.

Τι κάνουν καλύτερα οι Κινέζοι;

Σύμφωνα με όλα όσα γνωρίζουμε για την κούρσα του 5G, δύο είναι οι βασικές αιτίες υπεροχής της Κίνας στην ανάπτυξη δικτύων πέμπτης γενιάς. Η πρώτη είναι η ισχυροποίηση της θέσης των κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών στο πρόγραμμα 3GPP (Third-Generation Partnership Project).

Πρόκειται για το διεθνές σώμα που καθορίζει τα πρότυπα ασύρματων δικτύων και απαρτίζεται, μεταξύ άλλων, από εκπροσώπους τηλεπικοινωνιακών ομίλων και κατασκευαστών τηλεπικοινωνιακού υλικού. Σύμφωνα με ανάλυση του επενδυτικού ομίλου Jefferies, ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ κινεζικών κολοσσών, όπως η Huawei και η ZTE, βελτίωσε εντυπωσιακά την τεχνολογία τους. Ως το 2017 κινεζικές εταιρείες βρίσκονταν πίσω από το 10% των περίπου 1.450 κρίσιμων πατεντών για την τεχνολογία των δικτύων 5G. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία του Jefferies αναφέρουν πως μέχρι το 2011 οι Huawei και ZTE μαζί κατείχαν μόλις το 7% των πατεντών 4G.

Την ίδια περίοδο, μόνη της η αμερικανική Qualcomm βρισκόταν πίσω από το 21% των ίδιων πατεντών. Για να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι σήμερα η απόσταση της Κίνας από τις ΗΠΑ, αρκεί να δούμε ότι ο μεγαλύτερος κινεζικός πάροχος, η China Tower, διέθετε μέχρι πέρυσι 1,9 εκατ. σημεία εκπομπής ασύρματου δικτύου, ενώ οι ΗΠΑ έχουν περίπου 200.000 (πηγή: Deloitte). Επομένως, η θεαματική κινεζική ανάπτυξη ισχυροποίησε την κινεζική θέση στο 3GPP. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους New York Times, οι Κινέζοι εκπρόσωποι εταιρειών κατείχαν τις 10 από τις συνολικά 60 ανώτατες θέσεις του σώματος.

Ο δεύτερος παράγοντας στον οποίο αποδίδεται η «έκρηξη» των κινεζικών τεχνολογικών εταιρειών στον τομέα των δικτύων 5G είναι το κόστος. Τα δίκτυα αυτά βασίζουν τη λειτουργία τους στις πολύ ακριβές οπτικές ίνες. Το κόστος μιας ευρείας επέκτασής τους ανέρχεται σε δεκάδες δισ. δολάρια, ενώ η άκρως επιθετική επενδυτική πολιτική της Κίνας δίνει το πλεονέκτημα στις εταιρείες της προσφέροντας πολύ καλύτερες τιμές έναντι του ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα αυτού, τουλάχιστον μία τηλεπικοινωνιακή εταιρεία μεταξύ 48 χωρών που ως το 2018 είχαν πραγματοποιήσει δοκιμές σε δίκτυα 5G έχει συνάψει συμφωνίες με την κινεζική Huawei (Πηγή: NYT). Γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μπλοκάρουν την επέκταση του τεχνολογικού κολοσσού, απαγορεύοντας όχι μόνο τη χρήση του εξοπλισμού του εντός των τειχών, αλλά και προειδοποιώντας κάθε συμμαχική χώρα που θα το πράξει με πλήρη αλλαγή στάσης απέναντί της.

Ήδη ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo προειδοποίησε στα τέλη Μαΐου τον Γερμανό ομόλογό του να αποκλείσει τη Huawei από τον διαγωνισμό για δίκτυα 5G. Εάν, μάλιστα, το Βερολίνο δεν συμμορφωθεί, τότε οι ΗΠΑ θα αναθεωρήσουν τη συνεργασία τους σε επίπεδο ανταλλαγής πληροφοριών. Τι απαντά σε όλα αυτά η Huawei; Ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας και πως αποφάσεις όπως αυτή του Αμερικανού προέδρου ή αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών, όπως η Google, να θέσουν στο περιθώριο τις υπηρεσίες της το μοναδικό που θα κάνουν είναι να κρατήσουν πίσω την ανάπτυξη της τεχνολογίας του 5G και, ενδεχομένως, να περιχαρακώσουν τις ΗΠΑ.

Πάντως, αμέσως μετά το αμερικανικό προεδρικό διάταγμα του Μαΐου, η Huawei βρήκε έναν «σύμμαχο» στο πρόσωπο της UBS. Και αυτό διότι η ελβετική επενδυτική τράπεζα επιβεβαίωσε κατά κάποιο τρόπο τα λεγόμενά της, σημειώνοντας πως το μόνο που θα συμβεί μετά τις αμερικανικές απαγορεύσεις είναι να δούμε αργότερα από όσο αναμέναμε τα 5G δίκτυα στις ζωές μας, ενώ παράλληλα τα κέρδη του τεχνολογικού τομέα παγκοσμίως αναμένεται να γνωρίσουν νέα πτώση.

Βασίλης Σαμούρκας Fortune