Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, στην καρδιά της τουριστικής σεζόν πέρυσι σχεδόν ένας στους δύο Ελληνες απασχολούνταν άμεσα ή έμμεσα στον τουρισμό.

Η άμεση συμβολή του τουρισμού στην οικονομία το 2023 σημείωσε νέο ιστορικό υψηλό και διαμορφώθηκε σε 28,5 δισ. ευρώ ή 13% του ΑΕΠ. Εάν συνυπολογιστεί και η έμμεση, η συνολική συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία της χώρας ανέρχεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΝΣΕΤΕ, σε 62,8 δισ. έως 75,6 δισ. ευρώ, δηλαδή μεταξύ 28,5% και 34,3% του ΑΕΠ.

Ενα στα τρία ευρώ που κερδίζει κάθε χρόνο η Ελλάδα προέρχεται από τον τουρισμό, γεγονός που καταδεικνύει την έκταση που έχει λάβει η συγκεκριμένη δραστηριότητα αλλά και η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από αυτήν. Η συνολική συνεισφορά του κλάδου στην οικονομία της χώρας το 2023, τόσο δηλαδή οι άμεσες όσο και οι δευτερογενείς ωφέλειες, εκτιμάται μεταξύ 62,8 δισ. και 75,6 δισ. ευρώ, μεγέθη που αντιστοιχούν μεταξύ 28,5% και 34,3% του ΑΕΠ, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) που περιλαμβάνονται στη μελέτη «Συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2023».

Σε μια πιο στενή θεώρηση, δηλαδή μόνο της άμεσης συνεισφοράς του τουρισμού, εκτιμάται πως αυτή διαμορφώθηκε στα 28,5 δισ. ευρώ το 2023. Ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ της χώρας και είναι το υψηλότερο, ιστορικά, για τον τομέα μέχρι σήμερα. Το 2022 τα αντίστοιχα μεγέθη της άμεσης συνεισφοράς ήταν 23,9 δισ. ευρώ και 11,6% του ΑΕΠ και το 2019 ήταν 23,1 δισ. ευρώ και 12,6% του ΑΕΠ, σύμφωνα πάντοτε με στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ.

Η τουριστική δραστηριότητα παραμένει κατά κύριο λόγο εξαγωγική, αφού το 82,7% των εισπράξεων προέρχεται από τον εισερχόμενο τουρισμό. Περαιτέρω, ο τομέας συνέβαλε άμεσα στην περίοδο αιχμής του, δηλαδή στο τρίτο τρίμηνο του 2023, στο 16,4% της απασχόλησης και συνολικά άμεσα και έμμεσα σε ποσοστό περίπου 40%, γεγονός που σημαίνει ότι είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας και μάλιστα με διαφορά.

Η άμεση συμβολή των 28,5 δισ. επιμερίζεται στα μεγέθη από τη δαπάνη του εισερχόμενου τουρισμού (20,7 δισ. ευρώ περιλαμβανομένης και της δαπάνης των επιβατών κρουαζιέρας), τις αερομεταφορές (2,5 δισ. ευρώ), τις θαλάσσιες μεταφορές (144 εκατ. ευρώ), τη δαπάνη των εταιρειών κρουαζιέρας (235 εκατ.), τον εγχώριο τουρισμό (2,5 δισ. ευρώ) και την εγχώρια προστιθέμενη αξία από επενδύσεις (2,5 δισ. ευρώ).

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ της χώρας, σε τρέχουσες τιμές, το 2023 διαμορφώθηκε στα 220,3 δισ. ευρώ. Η άμεση επίδραση του τουρισμού σημείωσε αύξηση κατά 23,5% σε σχέση με τα 23,1 δισ. ευρώ του 2019, με σημαντικές αυξήσεις σε όλες τις επιμέρους δαπάνες.

Η έμμεση συμβολή προκύπτει με βάση τον πολλαπλασιαστή για τον τομέα που χρησιμοποιεί το ΙΟΒΕ σε συνδυασμό με τους πολλαπλασιαστές των επιμέρους κλάδων της ελληνικής οικονομίας του ΚΕΠΕ (καταλύματα, εστίαση, θαλάσσιες - οδικές - εναέριες μεταφορές, εμπόριο, ψυχαγωγία, ταξιδιωτικά γραφεία, ενοικίαση αυτοκινήτων, συνέδρια). Ετσι, ο πολλαπλασιαστής του τουρισμού διαμορφώνεται σε 2,65, που σημαίνει πως για κάθε 1 ευρώ από την τουριστική δραστηριότητα δημιουργείται έμμεση και προκαλούμενη πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα 1,65 ευρώ και άρα, συνολικά, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,65 ευρώ. Συνεπώς ο πολλαπλασιαστής της τουριστικής δραστηριότητας κυμαίνεται μεταξύ 2,2 και 2,65. Συνυπολογίζοντας τα πολλαπλασιαστικά οφέλη, η συνολική συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία πέρυσι υπολογίστηκε μεταξύ 62,8 και 75,6 δισ. ευρώ (μεταξύ 28,5% και 34,3% του ΑΕΠ), με τα αντίστοιχα μεγέθη για το 2019 στα 50,8 έως 61,2 δισ. ευρώ (27,7% έως 33,4% του ΑΕΠ). Επιμέρους ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από τον υπολογισμό της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης (ΜΚΔ), η οποία συναρτάται άμεσα με τη μέση διάρκεια παραμονής (ΜΔΠ) στον προορισμό, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.

Ειδικότερα η ΜΚΔ, στα 605,8 ευρώ το 2023, κατέγραψε μικρή πτώση (-2,3%) έναντι του 2022, ενώ μείωση από τις 7,8 στις 7 διανυκτερεύσεις σημείωσε πέρυσι και η ΜΔΠ.

«Παρατηρείται δηλαδή ότι η αύξηση της ημερήσιας δαπάνης των τουριστών συνοδεύεται από αναλογικά μεγαλύτερη μείωση της διάρκειας των ταξιδιών τους, κάτι που αποτελεί ένδειξη είτε ότι η αύξηση του κόστους των διακοπών ανά ημέρα οδηγεί σε περιορισμό της διάρκειας των διακοπών με αποτέλεσμα να περιοριστεί αντίστοιχα και το συνολικό κόστος είτε ότι οι διακοπές σύντομης διάρκειας (city break) κερδίζουν μερίδιο αγοράς έναντι των διακοπών παραθερισμού που έχουν μεγαλύτερη δαπάνη λόγω μεγαλύτερης διάρκειας», επισημαίνει η μελέτη.

Ηλίας Γ. Μπέλλος, Καθημερινή