Τις αδυναμίες του εγχώριου συστήματος σχεδιασμού αντιπλημμυρικών έργων αναδεικνύουν τα διαδοχικά περιστατικά μεγάλων πλημμυρών τα τελευταία έτη. Οπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η κλιματική κρίση έχει αυξήσει τη συχνότητα των ακραίων βροχοπτώσεων, με αποτέλεσμα τα σημερινά έργα να μην επαρκούν – ή να μην αντέχουν. Ο νέος σχεδιασμός, επισημαίνουν, πρέπει να βασίζεται σε χρήση νέων τεχνολογιών για την ακριβέστερη αποτύπωση της μορφολογίας του εδάφους, να περιλαμβάνει έργα ανάσχεσης της ορμής των υδάτων στα ορεινά, την αποκάλυψη και προστασία της κοίτης των χειμάρρων, αλλά και ενημέρωση των πολιτών σε σχέση με τη διαχείριση ανάλογων καταστάσεων.

«Η βροχόπτωση στη Μαγνησία ήταν ένα ακραίο φαινόμενο. Eπεσε πολλή βροχή σε λίγο χρόνο και σε μια μεγάλη έκταση, από τα δυτικά του Βόλου έως τις Σποράδες και τη Βόρεια Εύβοια», εξηγεί στην «Καθημερινή» ο Μιχάλης Διακάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Oλο αυτό το νερό διοχετεύτηκε σε τρεις βασικούς χειμάρρους στην πόλη του Βόλου και αρκετούς στην περιοχή του Πηλίου. Το χαρακτηριστικό της περιοχής είναι ότι οι χείμαρροι είναι ορεινοί,

δηλαδή κατεβαίνουν περιοχές με μεγάλες κλίσεις. Επομένως έχουν πολύ μεγαλύτερη ενέργεια, καθώς το νερό κατεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα, κόβει κάθε εμπόδιο που θα βρει (δρόμους) και παρασύρει μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών, πλημμυρίζοντας τις πεδινές περιοχές πριν καταλήξει στη θάλασσα. Το νερό όμως ήταν τόσο πολύ που χθες είδαμε το σπάνιο φαινόμενο να πλημμυρίζουν και ορεινοί οικισμοί, όπως η Πορταριά και η Τσαγκαράδα, εξαιτίας της διάβρωσης. Το είδος των εδαφών δεν έχει παίξει τόσο ρόλο, όσο ο όγκος του νερού».

Oι νέες τεχνολογίες

Η πλημμύρα σε μια τόσο εκτεταμένη περιοχή επαναφέρει –νωρίτερα από προηγούμενες χρονιές– τη συζήτηση γύρω από την επάρκεια των αντιπλημμυρικών έργων, παλαιότερων και σύγχρονων. Ομως από τη συζήτηση αυτή στη χώρα μας απουσιάζουν οι νέες τεχνολογίες αλλά και η σύγχρονη προσέγγιση των επιστημόνων. Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα δίνει ο Μανώλης Βασιλάκης, διευθυντής του Εργαστηρίου Τηλεανίχνευσης και αναπλ. καθηγητής στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου

Αθηνών. «Για να αποφασίσουμε τι είδους έργα θα κάνουμε, πρέπει να έχουμε πολύ καλή γνώση της μορφολογίας μιας περιοχής, ώστε να τα σχεδιάσουμε σωστά», εξηγεί. «Παλαιότερα χρησιμοποιούσαμε αεροφωτογραφίες, οι οποίες όμως έχουν κάποιες επισφάλειες, καθώς δεν μπορούν να αποτυπώσουν το έδαφος στα σημεία που έχει βλάστηση. Σήμερα για την ακριβή αποτύπωση του εδάφους χρησιμοποιούνται αερομεταφερόμενα laser scanners (lidars) τα οποία χάρη σε έναν πομπό laser μπορούν να “δουν” και κάτω από πυκνή βλάστηση. Εχοντας μια πολύ ακριβή απεικόνιση του εδάφους, μπορούν να γίνουν καλύτεροι υπολογισμοί π.χ. του όγκου του νερού που μπορεί να περάσει από ένα σημείο, του όγκου του εδάφους που θα συμπαρασύρει σε μια πλημμύρα, τις ροές των εδαφών. Αυτές οι αερομεταφερόμενες συσκευές είτε τοποθετούνται σε ένα αεροπλάνο, καλύπτοντας μεγάλες περιοχές, είτε σε drone, καλύπτοντας μικρότερες. Στη χώρα μας, λοιπόν, η χρήση αεροπλάνου με τέτοια συσκευή απαγορεύεται από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε μόνο με drones».

Γενικότερα, η αντίληψη για τα αντιπλημμυρικά έργα στη χώρα μας παραμένει «εργολαβική». «Τις περισσότερες φορές, αυτό που υπερισχύει είναι το κλασικό, το δοκιμασμένο. Δυσκολευόμαστε να εμπιστευτούμε νέες τεχνικές. Δεν είναι όμως απαραίτητο το μπετόν για όλα τα έργα, υπάρχουν και άλλες μέθοδοι που αποδεικνύονται αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, η κατασκευή κλιμακωτών φραγμάτων στα ορεινά για την ανάσχεση της ροής των χειμάρρων είναι μια προσέγγιση πιο φιλική προς το περιβάλλον», λέει ο κ. Βασιλάκης.

«Η αστοχία των περισσότερων αντιπλημμυρικών έργων, λόγω αύξησης της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, αλλά ευρύτερο. Ειδικά στις μεσογειακές χώρες, που πλήττονται συχνότερα από πυρκαγιές, ο σχεδιασμός θα πρέπει πλέον να προβλέπει και μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών που παρασύρονται από τα νερά», λέει ο κ. Διακάκης. «Αυτό είναι ένα σημείο που αστοχούν πολλά έργα στη χώρα μας, καθώς υπολογίζουν μόνο τον όγκο του νερού και όχι τα φερτά, με αποτέλεσμα να φράζουν οι αγωγοί και να μη λειτουργούν τα αντιπλημμυρικά την πιο κρίσιμη ώρα.

Γενικώς, δεν πρέπει να αποκλείσουμε τα παλαιού τύπου έργα, αλλά να προσθέσουμε “έξυπνα” έργα ορεινής υδρονομίας. Πρέπει, επίσης, να ξανασυζητήσουμε τον τρόπο οριοθέτησης των ρεμάτων, με μεγαλύτερες κοίτες και σημεία εκτόνωσης – πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο θέμα, καθώς συχνά οι χείμαρροι διέρχονται μέσα από κατοικημένες περιοχές και η κοίτη μπορεί να αυξηθεί μόνο με απαλλοτριώσεις. Τέλος, πρέπει να δημιουργήσουμε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και να εκπαιδεύσουμε τους πολίτες για τη διαχείριση των κινδύνων που υπάρχουν στην περιοχή τους».

Γιώργος Λιαλιός, Καθημερινή