Σε φιάσκο εξελίσσεται η πολυδιαφηµισµένη κυβερνητική δράση ανακούφισης οφειλετών και επιχειρήσεων. Ο εξωδικαστικός συµβιβασµός, που είχε ενταχθεί στο συνολικό αφήγηµα του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα περί «επιστροφής στην κανονικότητα» και «εξόδου από τα µνηµόνια», δεν είναι λειτουργικός, µε αποτέλεσµα να υπάρχει χαµηλό ενδιαφέρον από την πλευρά οφειλετών, ενώ µε τη σειρά της η κυβέρνηση εκτέθηκε για µία ακόµη φορά, καθώς λόγω των επικοινωνιακών και µόνο προσανατολισµών της δηµιούργησε πρόχειρα και χωρίς σχέδιο µια δράση που πέφτει στο κενό. 

Μια δράση που πνίγεται στη γραφειοκρατία και είναι δυσλειτουργική. Πιο συγκεκριµένα, ο εξωδικαστικός συµβιβασµός, παρά τις τυµπανοκρουσίες της κυβέρνησης, δεν δείχνει ικανός να αναστρέψει µια πορεία προς τα λουκέτα για επιχειρήσεις και ιδιώτες. 

Οπως είναι γνωστό, αυτή η παρέµβαση της κυβέρνησης δεν συγκίνησε τους ευρισκόµενους σε αδιέξοδο οφειλέτες, καθώς για µόλις 82 περιπτώσεις προχώρησε η διαδικασία διευθέτησης στο διάστηµα Αυγούστου – Σεπτεµβρίου, ενώ και οι επισκέψεις στη σχετική ηλεκτρονική πλατφόρµα µετά βίας άγγιξαν τις 6.100 νη προσπάθεια να επικοινωνήσει µια διαφορετική εικόνα από την πραγµατική, ο ειδικός γραµµατέας ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Φώτης Κουρµούσης, σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη την περασµένη εβδεπιχειρήσεις, όταν οι υπερχρεωµένες είναι εκατοντάδες χιλιάδες. 

Στην αµήχανη προσπάθεια να επικοινωνήσει µια διαφορετική εικόνα από την πραγµατική, ο ειδικός γραµµατέας ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Φώτης Κουρµούσης, σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη την περασµένη εβδοµάδα, τόνισε ότι το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για τη ρύθµιση των οφειλών τους είναι µεγάλο. 

Τα νούµερα όµως που παρουσίασε από µόνα τους ήταν απογοητευτικά για µια διαδικασία που ήταν πολυαναµενόµενη, καθώς ο ίδιος µίλησε για συνολικά 870 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 750 έχουν µπει στην ηλεκτρονική πλατφόρµα, ενώ 120 έχουν ήδη καταθέσει αιτήσεις και οι φάκελοί τους έχουν σταλεί στους πιστωτές τους για να ρυθµίσουν τις υποχρεώσεις τους εντός του Οκτωβρίου. 

∆ηλαδή και η εικόνα του Σεπτεµβρίου είναι εξίσου κακή. Μάλιστα στα περίφηµα Κέντρα Ενηµέρωσης και Υποστήριξης ∆ανειοληπτών (ΚΕΥ∆) υπάρχει πολύ χαµηλό ενδιαφέρον ενηµέρωσης, καθώς έχει γίνει γνωστό ότι η γραφειοκρατική αντιµετώπιση σε συνδυασµό µε µια σειρά από παγίδες στον εξωδικαστικό συµβιβασµό (όπως το ότι η περίπτωση µη ένταξης ή µη τήρησης των ρυθµίσεων οδηγεί αυτόµατα σε πτώχευση) αποτρέπουν τους πολίτες.

Είναι τέτοια δε η «αναδουλειά», δε, ώστε η ανάπτυξη αυτών των κέντρων έχει πάει µε τη σειρά της πίσω ακυρώνοντας τις κατά τόπους φιέστες του υπουργείου Οικονοµίας. Οπως αναφέρει ο γνωστός νοµικός για υπερχρεωµένα φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις ∆ηµήτρης Αναστασόπουλος, «αυτό που προβληµατίζει είναι τα πολλά και απαιτητικά κριτήρια ένταξης και τελικά ποιο είναι το ποσοστό εκείνων των επιχειρήσεων που τα πληρούν. 

Αυτό όµως που προβληµατίζει περισσότερο είναι κατά πόσο θα είναι ωφέλιµη η διαδικασία για την επιχείρηση και κατά πόσο αξίζει να υποβάλεις µια αίτηση µε αβέβαιο αποτέλεσµα, αποκαλύπτοντας την ίδια στιγµή τα οικονοµικά και περιουσιακά σου στοιχεία σε έναν κύκλο προσώπων που στην τελική αυτά θα αποφασίσουν αν θα σε διασώσουν. 

Η διαδικασία δηλαδή είναι συναινετική και κανείς δεν υποχρεώνει τους πιστωτές να συ- µπεριφερθούν κατά συγκεκριµένο τρόπο. Ο µόνος που έχει υποχρεώσεις είναι ο επιχειρηµατίας ο οποίος θα ελπίζει στην καλή προαίρεση των πιστωτών του». 

Προβληµατικά σηµεία της διαδικασίας 

Ποια είναι όµως τα προβληµατικά σηµεία που αποτρέπουν τις επιχειρήσεις και αποδεικνύουν το φιάσκο και τη γραφειοκρατική αντιµετώπιση της κυβέρνησης σε χιλιάδες οφειλέτες; Μείζον είναι το πρόβληµα της συµµετοχής των πιστωτών στη διαδικασία. 

Οπως τονίζει ο κ. Αναστασόπουλος, «ακόµα και αν µια επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις, αυτό δεν σηµαίνει ότι θα ξεκινήσει άµεσα η διαδικασία, αφού απαιτείται να συµµετάσχουν οι πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του 50% του συνόλου των απαιτήσεων, ενώ για την έγκριση του σχεδίου απαιτείται πλειοψηφία (3/5) των συµµετεχόντων πιστωτών. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι ακόµα και αν µια επιχείρηση πληροί όλες τις προϋποθέσεις, είναι στο χέρι των πιστωτών της και µόνο να τη διασώσουν». 

Μια δεύτερη προβληµατική διαδικασία είναι ότι ακόµα και να έρθουν στη διαπραγµάτευση οι πιστωτές, δεν υποχρεούνται να συµφωνήσουν µε το προτεινόµενο σχέδιο ανα- διάρθρωσης, ούτε να κουρέψουν τις οφειλές. Ο νόµος θέτει ένα ελάχιστο ποσό που πρέπει να καταβάλει η επιχείρηση µέσω της σύµβασης αναδιάρθρωσης, το οποίο δεν µπορεί να είναι λιγότερο από αυτό που θα έπαιρναν οι πιστωτές εάν γινόταν πλειστηριασµός επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης.

 Επίσης, δεν υποχρεούνται να ρυθµίζουν τα προσωπικά δάνεια των επιχειρηµατιών, όπως στεγαστικά ή καταναλωτικά, αφού ο νόµος προβλέπει τη ρύθµισή τους µόνο όταν αυτή κρίνεται απαραίτητη για τη βιωσιµότητα του οφειλέτη.

 Ηδη διαφαίνεται µια ασυµφωνία µεταξύ Ειδικής Γραµµατείας ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και τραπεζών ως προς το κοµµάτι αυτό, αφού οι τράπεζες θα αποφύγουν να ρυθµίσουν τα στεγαστικά δάνεια, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι η διαδικασία θα λειτουργήσει µόνο αν η ρύθµιση είναι καθολική. «Τι νόηµα έχει εξάλλου να ενταχθεί ένας επιχειρηµατίας στον νόµο όταν θα ξέρει ότι κινδυνεύει το σπίτι του από ένα αρρύθµιστο στεγαστικό δάνειο;» διερωτάται ο κ. Αναστασόπουλος. 

Ενα άλλο δύσκολο σηµείο είναι ότι µε την υποβολή της αίτησης γίνεται άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου χωρίς να ξέρει η επιχείρηση αν θα πετύχει τελικά η διαπραγµάτευση. Επιπλέον, οι συνοφειλέτες και οι εγγυητές υποχρεούνται να συνυποβάλουν την αίτηση, ενώ οφείλουν να προσκοµίσουν κατάλογο των περιουσιακών τους στοιχείων και τις φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων 5 ετών.

Δημήτρης Μαρκόπουλος (Πρώτο Θέμα)