Ενα νέο επιχειρηματικό τοπίο έχει αρχίσει να διαμορφώνεται εξαιτίας της καταναλωτικής φρενίτιδας των τελευταίων εβδομάδων. Φαρμακοβιομηχανίες, εταιρείες καλλυντικών και εταιρείες προσωπικής υγιεινής αναγκάζονται να αυξήσουν ταχύτητα ώστε να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της αγοράς τόσο σε αντισηπτικά τζελ όσο και σε αντιβακτηριδιακά μαντιλάκια και οινοπνεύματα. Κάποιες μάλιστα από αυτές ενέταξαν τις τελευταίες εβδομάδες στην παραγωγή τους ένα από τα παραπάνω προϊόντα, με σκοπό να τα διοχετεύσουν στην εγχώρια αγορά και να «επωφεληθούν» από αυτήν την απότομη άνοδο της ζήτησης.

Ωστόσο, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, αυτοί οι φρενήρεις ρυθμοί παραγωγής δεν αποτελούν απαραίτητα καλό νέο, δεδομένου ότι η παραγωγή των εταιρειών έχει ήδη συμπιεστεί αρκετά, δοκιμάζοντας τα όριά τους. Στο μεταξύ, πολλές δεν μπορούν να προβλέψουν το πλάνο παραγωγής τους, καθώς φοβούνται μήπως από στιγμή σε στιγμή αναγκαστούν να διακόψουν ή να αναστείλουν τη λειτουργία τους λόγω εμφάνισης κρούσματος στην ίδια την επιχείρηση.

«Εμείς από τα είδη αυτά παράγουμε αντισηπτικά τζελ και οινόπνευμα. Η ζήτηση υπολογίζουμε ότι είναι 1.500% πάνω σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι», αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της φαρμακευτικής εταιρείας Zarbis, Γιάννης Καλλίγερος Ζαρμπής. Η εταιρεία μετράει ήδη 50 χρόνια παρουσίας στον φαρμακευτικό κλάδο, ενώ διαθέτει και ιδιόκτητη παραγωγική μονάδα στα Μέγαρα. «Ηδη υπάρχουν ελλείψεις στα φαρμακεία, καθώς λόγω της αυξημένης ζήτησης οι εταιρείες δεν προλαβαίνουν να την καλύψουν», αναφέρει, προσθέτοντας μάλιστα πώς εάν συνεχισθούν αυτοί οι ρυθμοί παραγωγής «οι εταιρείες θα εξαντλήσουν τη δυνατότητα παραγωγής τους σε 10-15 ημέρες, οπότε και θα υπάρχει πλήρης έλλειψη από αντισηπτικά».

Βέβαια, άλλη μία δυσκολία που εμποδίζει ακόμη και την εκτέλεση αυτών των παραγγελιών είναι οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες για την παραγωγή αντισηπτικών τζελ, καθώς αρκετές εταιρείες του εξωτερικού έχουν αναστείλει προσωρινά την παραγωγή τους ή καθυστερούν να προμηθεύσουν τις εγχώριες εταιρείες. «Εχουμε παρατηρήσει προβλήματα στην εισαγωγή εξειδικευμένων πρώτων υλών για αντισηπτικά, όπως είναι οι πηκτικοί παράγοντες, τους οποίους παραλαμβάνουμε από Ιταλία και Γαλλία», αναφέρει. «Λόγω αυτής της κατάστασης, υπάρχει κίνδυνος να μην έχουμε απόθεμα πρώτων υλών ή υλικών συσκευασίας, για να τα χρησιμοποιήσουμε στη διαδικασία παραγωγής μέσα στον επόμενο μήνα».

Υπάρχει, βέβαια, και εταιρεία που παράγει καλλυντικά, η οποία εκτάκτως αποφάσισε να καλύψει το κενό που υπάρχει στην αγορά και να παραγάγει για πρώτη φορά αντισηπτικά. Στέλεχος της εταιρείας αυτής –που διαθέτει εργοστάσιο στην Αττική– επισημαίνει ότι αποφάσισε να παραγάγει αντισηπτικό, πουλώντας το αποκλειστικά σε τρεις πελάτες-αλυσίδες καταστημάτων. «Αυτό το κάνουμε για λόγους οικονομίας, δεδομένου ότι και η εξεύρεση πρώτων υλών δεν είναι πλέον εύκολη υπόθεση. Επιλέγουμε να τα δώσουμε σε συγκεκριμένους πελάτες, για να έχουν απόθεμα».

Οσον αφορά τις τιμές στα αντισηπτικά, στελέχη αναφέρουν ότι κάποιες εταιρείες έχουν αυξήσει τις τιμές χονδρικής, κυρίως λόγω των ανατιμήσεων στις οποίες προχωρούν όσοι προμηθεύουν την αγορά με πρώτες ύλες ή υλικά συσκευασίας από το εξωτερικό. Κατά τους ίδιους, υπάρχουν περιπτώσεις εταιρειών που οι αυξήσεις στη χονδρική αγγίζουν ακόμη και το 30%, υπάρχουν όμως και άλλες που δεν έχουν μεταβάλει την τιμή τους. Οσον αφορά το κόστος που επωμίζονται οι καταναλωτές, οι ίδιοι τονίζουν ότι «ένα ατομικό αντισηπτικό των 70-100 ml στη λιανική μπορεί να φθάσει να πωλείται σήμερα κοντά 5 ευρώ, όταν προηγουμένως η τιμή ήταν από 2,5 έως 3,5 ευρώ».

Δέσποινα Κόντη Καθημερινή