Ενώπιον της χειρότερης χρονιάς από την έναρξη της κρίσης για την εσωτερική ελληνική αγορά βρίσκονται σημαντικοί κλάδοι της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας. Πρόκειται για τους κλάδους της βιομηχανίας τσιμέντου και της χαλυβουργίας, που βλέπουν όχι μόνο την εγχώρια ζήτηση να έχει πιάσει χαμηλά πολλών δεκαετιών και σίγουρα να βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της από την έναρξη της κρίσης, αλλά επιπρόσθετα να μην υπάρχει για το ορατό μέλλον κάποια ένδειξη ότι μπορεί το κλίμα να αναστραφεί.

Όπως εξηγούν πηγές εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα, από την έναρξη της κρίσης η ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα έχει υποστεί καθίζηση. Αποτέλεσμα η ιδιωτική ζήτηση εδώ και χρόνια να κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι δύο κλάδοι, τουλάχιστον στο κομμάτι της εγχώριας ζήτησης, στηρίχθηκαν στη ζήτηση για δημόσια έργα. Ωστόσο η  ολοκλήρωση των μεγάλων έργων (οδικοί άξονες), κλείνει τον κύκλο της τελευταίας διετίας και αφήνει τους δύο κλάδους "ξεκρέμαστους".

Το χειρότερο είναι ότι δε βλέπουμε μπροστά μας κάποια ένδειξη ότι μπορεί σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα να υπάρξει κάποια αλλαγή, αναφέρουν χαρακτηριστικά πηγές της βιομηχανίας, που επισημαίνουν τις καθυστερήσεις και τα προβλήματα πχ στο έργο του Ελληνικού που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αναπτυξιακό καταλύτη για την τόνωση της ζήτησης. 

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που επισημαίνει ο κλάδος της βαριάς βιομηχανίας είναι ότι τα πρόσφατα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή που ανακοινώθηκαν και δείχνουν αύξηση, δεν είναι αντιπροσωπευτικά κάποιας γενικότερης τάσης. Η αύξηση στη βιομηχανική παραγωγή προέρχεται κυρίως από την αύξηση της παραγωγής στον τομέα της ενέργειας και των ορυχείων εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών που επικράτησαν το χειμώνα. Αντίθετα εξαιρουμένου του ενεργειακού τομέα, η βιομηχανική παραγωγή δεν παρουσιάζει κάποια ουσιώδη μεταβολή, επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. 

Εξαγωγές 

Σε αυτό το περιβάλλον είναι λογικό οι βιομηχανίες των δύο κλάδων να στρέφονται προς τις εξαγωγές, έστω και εάν αυτές γίνονται με οριακά ή ανύπαρκτα περιθώρια κέρδους, λόγω του υψηλού εγχώριου ενεργειακού κόστους αλλά και του υψηλού μεταφορικού κόστους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το χάλυβα η εμβέλεια των εξαγωγών περιορίζεται στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Βόρεια Αφρική, με τον ανταγωνισμό να είναι εξαιρετικά έντονος τόσο από Ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) όσο και από την Τουρκία. Για τα τσιμέντα κυρίως οι ενδοομιλικές εξαγωγές μπορεί να οδηγήσουν την παραγωγή ελληνικών εργοστασίων ακόμη πιο μακριά. Είναι γνωστό άλλωστε ότι μεγάλη τσιμεντοβιομηχανία αξιοποιεί περίπου τα 2/3 της ελληνικής παραγωγής για τις ανάγκες της αμερικανικής αγοράς όπου δραστηριοποιείται με επιτυχία. Για να συνεχιστούν αυτές οι εξαγωγές θα πρέπει καταρχάς να διατηρηθεί η υψηλή ζήτηση και οι ευνοϊκές τιμές στις ΗΠΑ και δεύτερο και κυριότερο να κρατηθούν σε βιώσιμα επίπεδα τα κόστη παραγωγής των ελληνικών εργοστασίων.

"Οι εξαγωγές μας γίνονται με το περιθώριο μεταξύ κέρδους και ζημιάς να παίζει στο μισό δολάριο" αναφέρει εκπρόσωπος βαριάς βιομηχανίας που είναι μέλος διεθνούς ομίλου με δραστηριότητα στη χώρα μας. Είναι σαφές λοιπόν ότι οποιαδήποτε αλλαγή στο ενεργειακό κόστος που αποτελεί για τους κλάδους του χάλυβα και του τσιμέντου, βασικό συντελεστή για το κόστος παραγωγής, μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ βιώσιμων και ζημιογόνων εξαγωγών.

Το θέμα έθιξε εκ νέου χθες η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, η οποία τόνισε ότι στην Ελλάδα συνεχίζουμε να έχουμε ένα από τα υψηλότερα κόστη ρεύματος σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και η μικρότερη αλλαγή και αύξηση στα ισχύοντα τιμολόγια ή στο μηχανισμό της διακοψιμότητας (που ισχύει μέχρι τον Οκτώβριο και η βιομηχανία ζητεί να θεσπιστεί τριετής παράτασή του), θα δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα στην ήδη βαριά τραυματισμένη από την κρίση, ενεργοβόρο μεταποίηση και στους κλάδους του τσιμέντου και του χάλυβα, προειδοποιούν οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας.

Xάρης Φλουδόπουλος