Τριάντα χρόνια πίσω έφερε την κατανομή των οικογενειακών προϋπολογισμών ο πληθωρισμός από τη μια και η εσωτερική υποτίμηση της προηγούμενης δεκαετίας από την άλλη, ανεβάζοντας υπέρμετρα το ποσοστό των δαπανών για τρόφιμα και στέγαση στο σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η κατάσταση για τα νοικοκυριά σήμερα είναι ακόμη δυσμενέστερη, καθώς τα εισοδήματα μετά την κατακόρυφη μείωσή τους τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης δεν έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα, την ώρα που οι δαπάνες –και μάλιστα οι πλέον ανελαστικές– για τρόφιμα για στέγαση «τρέχουν» την τελευταία τριετία με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.

Σύμφωνα με τις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών που διενεργεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το 1994 σχεδόν οι μισές από τις μηνιαίες δαπάνες των νοικοκυριών (το 49,10% του συνόλου) αφορούσαν τα είδη διατροφής και τη στέγαση. Θα πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί ότι τότε η ΕΛΣΤΑΤ δεν λάμβανε υπόψη τις δαπάνες για ξενοδοχεία, εστίαση, πιθανόν καθώς ήταν αρκετά διαφορετικά τα καταναλωτικά πρότυπα που επικρατούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Το 1994 πράγματι ο πληθωρισμός είχε φτάσει το 10,9% (μεταβολή μέσου ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή), όμως τα εισοδήματα σχεδόν όλη την προηγούμενη περίοδο ακολουθούσαν θετικό ρυθμό (με εξαίρεση τις αρχές των δεκαετιών ’80 και ’90), ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος σημείωσε ανάκαμψη.

Η... χρυσή εποχή

Το 2004, οι δύο αυτές κατηγορίες δαπανών αποτελούσαν μόλις το 27,79% των συνολικών μέσων μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών, ενώ πλέον οι δαπάνες για εστιατόρια - ξενοδοχεία ανέρχονταν στο 9,61% των συνολικών δαπανών. Το 2009, μια χρονιά πριν από την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς μνημονίου, οι δαπάνες για διατροφή και στέγαση εξακολουθούσαν να αποτελούν ποσοστό κάτω του 30% του συνόλου των δαπανών, για να εκτοξευθούν το 2015 στο 34%. Συνολικά οι δαπάνες των νοικοκυριών, ως απόλυτο ποσό, ήταν υψηλότερες κατά περίπου 25% σε σύγκριση με αυτές του 2022, ακριβώς διότι τα εισοδήματα το 2009 ήταν κατά πολύ υψηλότερα.

Η αύξηση αυτή σχετίζεται κυρίως με το γεγονός ότι σε συνθήκες «φτωχοποίησης» του πληθυσμού –μην ξεχνάμε ότι την περίοδο 2007-2015 το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 27,5%– οι δαπάνες κατευθύνονται στην κάλυψη των πλέον βασικών αναγκών (τροφή και στέγη). Αλλωστε το 2015 ήταν χρονιά αρνητικού πληθωρισμού, με τον μέσο ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή να διαμορφώνεται σε -1,7%. Το 2022, τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι δαπάνες για είδη διατροφής και στέγαση έχουν αυξηθεί ακόμη περισσότερο τόσο ως ποσοστό των συνολικών δαπανών (έφτασαν το 35,40%) όσο και σε απόλυτες τιμές.

Τα δύσκολα χρόνια

Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2015, τη χρονιά των capital controls, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για τα είδη διατροφής ανερχόταν σε 293,30 ευρώ, το 2022 αυτή είχε φτάσει τα 334,03 ευρώ (τρέχουσες τιμές), υψηλότερη δηλαδή περίπου κατά 14%. Η μέση μηνιαία δαπάνη για στέγαση ανερχόταν το 2015 σε 189,21 ευρώ (σ.σ. το ποσό φαίνεται χαμηλό διότι λόγω του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, το οποίο είναι της τάξης του 75%, πολλά νοικοκυριά δεν καταβάλλουν ενοίκιο), ενώ το 2022 είχε φτάσει τα 232,68 ευρώ, υψηλότερη δηλαδή κατά 23%.

Η κατάσταση, βεβαίως, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο για τα φτωχότερα νοικοκυριά, ενώ η «εκτέλεση» του οικογενειακού προϋπολογισμού για μια οικογένεια με παιδιά μοιάζει σε καθημερινή βάση με δυσεπίλυτη εξίσωση. Το μερίδιο των δαπανών για είδη διατροφής και στέγαση για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού ανέρχεται σε 58,1% των συνολικών δαπανών του νοικοκυριού αυτής της κατηγορίας, κάτι που δείχνει –αν μη τι άλλο– πόσο ευάλωτες είναι αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες στις ανατιμήσεις των τροφίμων, στη ραγδαία αύξηση των ενοικίων, αλλά και σε μια νέα ενδεχόμενη αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος και εν γένει της ενέργειας.

Οσο για ένα νοικοκυριό που αποτελείται από ένα ζευγάρι και δύο παιδιά έως 16 ετών; Οι συνολικές μηνιαίες δαπάνες του υπολογίζονταν το 2022 σε 2.394 ευρώ – κάτι που σημαίνει ότι εάν οι γονείς είναι μισθωτοί, θα πρέπει να αμείβονται με μισθό αρκετά πάνω από τον μέσο μισθό (που σήμερα στον ιδιωτικό τομέα είναι περί τα 1.200 ευρώ) για να μπορούν να δίνουν μια μικρή περιουσία στο σούπερ μάρκετ, καθώς η μέση μηνιαία δαπάνη για είδη διατροφής ήταν το 2022 περί τα 456 ευρώ.

Δήμητρα Μανιφάβα, Καθημερινή