Οι εμμονές της Ε.Ε., από τη μια πλευρά, «να μην πειραχτεί το μοντέλο λειτουργίας της αγοράς», το οποίο εξισώνει τη χαμηλού κόστους ενέργεια (ΑΠΕ, υδροηλεκτρικά, πυρηνικά, άνθρακας) με το πανάκριβο, λόγω συγκυρίας, φυσικό αέριο και, από την άλλη, η κοινωνική και πολιτική πίεση που νιώθει η κυβέρνηση εξαιτίας της κρίσης έχουν προκαλέσει μια τεράστια σύγχυση τόσο στους καταναλωτές όσο και στην αγορά. Αποτέλεσμα, να υφίσταται κίνδυνος να δημιουργήσει μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό που προσπαθεί να αντιμετωπίσει, δηλαδή να φέρει την τιμή του ρεύματος σε βιώσιμα επίπεδα για καταναλωτές και επιχειρήσεις.

Στην επίλυση της δύσκολης αυτής εξίσωσης η κυβέρνηση επιδόθηκε με καθυστέρηση, καθώς λόγω δημοσιονομικής στενότητας περίμενε, όπως κι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μια κοινή ευρωπαϊκή δράση, που δεν ήρθε ποτέ.

Οι πρώτες επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος εξαγγέλθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο και συνοδεύτηκαν με υπολογισμούς που κατέληγαν σε μια μηνιαία επιβάρυνση της τάξεως των 2-4 ευρώ. Οπως όλοι στην Ευρώπη, μηδέ της ΕΚΤ εξαιρουμένης, και παρά το ράλι του φυσικού αερίου, ήλπιζε σε αποκλιμάκωση νωρίς την άνοιξη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εξανέμισε τις όποιες ελπίδες. Μέχρι τότε δεν είχε φανεί σε όλες τις διαστάσεις του το πρόβλημα, κι αυτό γιατί στη μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών, που είναι πελάτες της ΔΕΗ (64%), η ρήτρα αναπροσαρμογής, μέσω της οποίας οι προμηθευτές περνάνε το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς στην κατανάλωση, δεν είχε αποτυπωθεί στους λογαριασμούς. Η ΔΕΗ, σε αντίθεση με τους άλλους παρόχους, περνάει το κόστος της ρήτρας στον εκκαθαριστικό λογαριασμό τετραμήνου.

Ετσι, από τον Δεκέμβριο σταδιακά και τον Ιανουάριο πιο μαζικά άρχισαν τα πρώτα «σοκ» των καταναλωτών, που ήταν ακόμη μεγαλύτερα για όσους έκαναν χρήση ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση. Αυτομάτως, ο λογαριασμός ρεύματος, η ρήτρα αναπροσαρμογής και τα «υπερκέρδη» των παραγωγών βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και παράλληλα έγιναν καθημερινότητα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις η ατελέσφορη αναζήτηση φθηνότερου παρόχου και οι διακανονισμοί, αφού ο λογαριασμός παραμένει ασήκωτος ακόμη και με τις αυξημένες επιδοτήσεις. Υπό την πίεση αυτή, αλλά και από την ανάγκη να βρεθούν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης των επιδοτήσεων, η κυβέρνηση αναζήτησε ένα μηχανισμό που να απαντάει στο βασικό πρόβλημα της μείωσης των τιμών και ταυτόχρονα να βάζει τέλος στη δαιμονοποιημένη ρήτρα αναπροσαρμογής και στη συζήτηση περί υπερκερδών.

Αυτός εξαγγέλθηκε από τους συναρμόδιους υπουργούς, δεν έλαβε όμως υπόψη του... τον ξενοδόχο. Μέσω του μηχανισμού οι προμηθευτές θα αγόραζαν ενέργεια σε ρυθμιζόμενη τιμή που θα προέκυπτε από το μεσοσταθμικό προκαθορισμένο κόστος των μονάδων παραγωγής. Παράλληλα, θα έμπαινε μια τιμή-στόχος γύρω στα 140-150 ευρώ η μεγαβατώρα στα τιμολόγια λιανικής. Ετσι, η μείωση θα ήταν οριζόντια για όλους τους καταναλωτές και η επίμαχη ρήτρα αναπροσαρμογής ουσιαστικά θα αναστελλόταν, αφού δεν θα είχε πλέον κανένα νόημα. Οι προμηθευτές θα αποζημιώνονταν από το κράτος για τη διαφορά τιμής-στόχου και χονδρεμπορικής τιμής.

Η εξαγγελία δημιούργησε προσδοκίες στους καταναλωτές όχι μόνο για χαμηλότερη τιμή αλλά και για μια διαφανή τιμολόγηση, αφού ποτέ δεν κατάλαβαν πώς υπολογίζεται η ρήτρα. Επίσης, δημιούργησε προσδοκίες και στους προμηθευτές, αφού δεν θα υποχρεώνονταν να καταβάλλουν αυξημένα ποσά για κεφάλαια κίνησης. Και ενώ είχε προαναγγελθεί η εφαρμογή του μηχανισμού από την 1η Ιουλίου μαζί με την «κατάργηση» της ρήτρας αναπροσαρμογής, η Κομισιόν τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα, κρίνοντας ότι θίγει το «ιερό δισκοπότηρο» του target model.

Αντ’ αυτού, η επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον έδωσε το πράσινο φως για την επιβολή πλαφόν στις μονάδες που συμμετέχουν στη χονδρεμπορική αγορά, προκειμένου να ανακτηθούν από την «πηγή» τα συγκυριακά υπερέσοδα της κρίσης. Ετσι, το ΥΠΕΝ σχεδιάζει έναν νέο μηχανισμό, που το μόνο που θα κάνει θα είναι να αφαιρεί από την «πηγή» τα υπερέσοδα των παραγωγών. Βασικό εργαλείο μείωσης των λογαριασμών θα παραμείνουν οι επιδοτήσεις. Η ρήτρα αναπροσαρμογής δεν μπορεί να καταργηθεί, αφού οι προμηθευτές θα εξακολουθούν να αγοράζουν ενέργεια στη συνδεδεμένη με το φυσικό αέριο υψηλή οριακή τιμή. Τα χρήματα που η κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της για επιδοτήσεις δεν πρόκειται να «αυγατίσουν» ή τουλάχιστον σε βαθμό που να αλλάζουν την εικόνα. Και κάπου εδώ αρχίζει ένα νέο κεφάλαιο σύγχυσης.

Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή