Συνήθως είναι παλιά αναστηλωμένα σπίτια του παππού στο χωριό και κουβαλούν στην αύρα τους όλη την άδολη φιλοξενία των παλιών. Συχνά ανήκουν σε ανθρώπους που άφησαν τα μεγάλα αστικά κέντρα και επένδυσαν στην προσωπική φιλοξενία. Διατηρούν μποστάνια ή φάρμες για να προσφέρουν τα καλύτερα προϊόντα στους επισκέπτες, φτιάχνουν σπιτικό πρωινό και γλυκά, σε καλημερίζουν εγκάρδια, σου δίνουν οδηγίες για να περιηγηθείς στα μέρη τους και πίνουν μαζί σου ένα κρασί μπροστά στο τζάκι σαν πραγματικοί φίλοι.

Τους βλέπεις στο Πήλιο αλλά και σε όλους τους νομούς της Θεσσαλίας, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, να εκπροσωπούν το πιο όμορφο κομμάτι της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, το οποίο εκτιμήθηκε και άκμασε τα τελευταία χρόνια στη σκιά των μεγάλων resorts. 

Η Ρούλα Μάλτη πριν από τρία χρόνια πραγματοποίησε το όνειρό της: να φτιάξει τον δικό της boutique ξενώνα στο Λιτόχωρο και να φροντίζει τους φιλοξενούμενούς της όπως θα ήθελε να φροντίζουν την ίδια. Χωρίς, ευτυχώς, να χρειαστεί να πάρει δάνεια, επένδυσε οικονομίες μιας ζωής για να αναστηλώσει το οίκημα του 1883 και να το εξοπλίσει με πολυτελή έπιπλα, υφάσματα κ.λπ., δημιουργώντας δωμάτια και χώρους θαλπωρής και άνεσης, με τις συμβουλές επαγγελματιών του χώρου.

Αφού έστησε τον ξενώνα, επί τρία χρόνια «έχτιζε» το προφίλ του: την εκλεκτή κάβα, το πλούσιο σπιτικό πρωινό, την προσωπική της φιλοξενία καταφέρνοντας να εδραιωθεί μεταξύ των ξενώνων της περιοχής.

Και τώρα; «Τώρα ανησυχώ πάρα πολύ» λέει η ίδια και συμπληρώνει: «Εχουν ακυρώσει όλοι μέχρι τέλη Μαΐου και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με τον Ιούνιο. Αλλά για εμένα είναι δεδομένο ότι έχει χαθεί όλη η σεζόν. Ποιος σκέφτεται διακοπές όταν ζει τέτοια κατάσταση; Και καλύτερα να πάνε τα πράγματα, ποιος θα έχει κέφι έπειτα από όλο αυτό;». 
Η περιοχή χάρη στον Ολυμπο, το βουνό των θεών, αλλά και τη γειτνίαση με τη θάλασσα, δουλεύει άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο.

Ο ξενώνας υποδέχεται κυρίως Βορειοευρωπαίους και Ισραηλίτες. «Διατηρώ μία ελπίδα ότι κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο θα κινηθούν οι Ελληνες επισκέπτες που ως άνθρωποι είναι και πιο ανοιχτοί, πιο άφοβοι ίσως, τέλος πάντων δεν μένουν μέσα». Στον ξενώνα εργάζονται η ίδια και η μητέρα της, ενώ επικουρικά παρίστανται ο σύζυγος και η κόρη της, ωστόσο δεν αποτελεί το κύριο εισόδημά τους – το κατάστημα με οικοδομικά υλικά του συζύγου της φέρνει τα προς το ζην.

«Λυπάμαι πάρα πολύ γιατί ήταν μια πολύ δυνατή χρονιά φέτος. Και ασφαλώς είναι μεγάλη οικονομική ζημία. Παρότι δεν έχουμε δάνεια, παρότι υπάρχει η άλλη δουλειά για να ζήσουμε, έχουμε επενδύσει ό,τι είχαμε και δεν είχαμε στον ξενώνα και περιμέναμε ότι θα αρχίσει να μας αποφέρει. Δεν θέλω να σκέφτομαι ακόμη πιο μακριά όμως, συγκρατώ τη σκέψη μου στο ότι χάθηκε αυτή η σεζόν και μετά βλέπουμε. Υπάρχουν άνθρωποι σε πολύ χειρότερη μοίρα».

Τα προβλήματα που προκύπτουν δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις ακυρώσεις αυτές καθ’ αυτές, όπως μας λέει, αλλά τίθεται σοβαρό ζήτημα και με τις προκαταβολές. «Τι θα γίνει με τις προκαταβολές που έχουν δοθεί από τα Χριστούγεννα και πιο πριν; Οι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να ακυρώσουν, άρα πρέπει να την επιστρέψεις, αλλά κι εμείς που δεν έχουμε δουλειά τι θα κάνουμε; Ουσιαστικά παίρνεις τις προκαταβολές και συντηρείσαι τον χειμώνα μέχρι να ανοίξει η σεζόν. Τώρα πώς θα επιστρέψω τα χρήματα; Οι συνέπειες για τόσο μικρές επιχειρήσεις είναι πάρα πολλές».

Τα πάντα στην τουριστική αυτή περιοχή έχουν «παγώσει», γεγονός που θα προκαλέσει ζημία και σε άλλες επιχειρήσεις. «Σκέψου ότι τώρα θα ξεκινούσαν όλοι εργασίες για να ετοιμαστούν για τη σεζόν. Πώς να ρίξουν λεφτά σε κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα δουλέψει; Κι εμείς ό,τι είχαμε σκοπό να κάνουμε, όπως το σπα που θα ήταν έτοιμο σε ένα μήνα, το “παγώσαμε”. Είναι τόσο κρίμα. Βλέπεις το δημιούργημά σου να ανεβαίνει, να αναγνωρίζεται η δουλειά σου και χαίρεσαι. Δίνεις τον καλύτερo εαυτό σου και πάνω που πας να χαμογελάσεις, το βλέπεις να καταρρέει. Νιώθεις ξαφνικά ότι είσαι τόσο μικρός κι ανήμπορος μπροστά σε κάποια πράγματα.

Για τις δικές μας γενιές που δεν έχουν ζήσει πολέμους και τέτοια, είναι σοκαριστικό το ότι σε ορίζουν άλλοι παράγοντες που δεν είχαν καν περάσει από το μυαλό σου. Καλά έλεγαν οι παλιοί “θα δούμε” και “έχει ο θεός”. Ηξεραν πάρα πολύ καλά γιατί το έλεγαν».

Όλγα Χαραμή