*Του Στέφανου Μάνου

Είναι παράδοση, τον Σεπτέμβριο, να παρουσιάζει η κυβέρνηση έναν οικονομικό προγραμματισμό. Ακολουθεί ο αντίλογος της αντιπολίτευσης. Είναι δυστυχώς επίσης παράδοση τόσο οι κυβερνητικές εξαγγελίες όσο και εκείνες της αντιπολίτευσης να απέχουν από την πραγματικότητα.

Ο ελληνικός λαός φαίνεται ν’ αντιλαμβάνεται ότι όσα λέγονται είναι ψέματα, μια ωραιοποιημένη πραγματικότητα. Γι’ αυτό δηλώνει περιορισμένη εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και στα ΜΜΕ που μεταφέρουν τη στρεβλή πραγματικότητα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης διαμορφώνει τη συμπεριφορά του. Ιδίως την οικονομική του συμπεριφορά.

Την καταναλωτική του συμπεριφορά και, πολύ περισσότερο, την επενδυτική του συμπεριφορά.

Το παράδοξο είναι ότι ο λαός, μολονότι γνωρίζει ότι όσα του λένε είναι ψέματα, αποστρέφεται την αλήθεια. Για ν’ ανακτήσουμε το επίπεδο ζωής που είχαμε προ δεκαετίας, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αναπτυχθεί η οικονομία ραγδαία με ρυθμούς 4% και πλέον ετησίως, για επτά χρόνια. Συνεχώς. Δεν είναι ιδεολογικό ζήτημα. Είναι απλή αριθμητική με δεδομένες τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει. (Σημειωτέον ότι το ΔΝΤ θεωρεί αισιόδοξο σενάριο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1% μεσοπρόθεσμα.)

Την ανάπτυξη δεν θα τη φέρουν οι δημόσιοι υπάλληλοι (μπορούν να την παρεμποδίσουν) ούτε οι συνταξιούχοι. Χρειάζονται παραγωγικές επενδύσεις. Τις επενδύσεις τις κάνουν επενδυτές. Οι επενδυτές, Ελληνες ή ξένοι, εκτός των άλλων χαρακτηριστικών, πρέπει να έχουν κεφάλαια.

Από την εποχή Σημίτη, η Αριστερά καλλιέργησε τον ταξικό (και τοξικό) όρο «οι έχοντες και κατέχοντες», που στη δική μας ζηλόφθονη κοινωνία βρήκε άμεση ανταπόκριση. Ο όρος καθιερώθηκε. Ολες οι κυβερνήσεις, μετά την κυβέρνηση Σημίτη, επιδίδονται στο κυνηγητό των «εχόντων και κατεχόντων». Αλλά ακριβώς αυτούς χρειαζόμαστε για να γίνουν επενδύσεις: «έχοντες και κατέχοντες». Οσο τους κυνηγάμε, να μην περιμένουμε επενδύσεις. Αρπαχτές ίσως, αλλά μακροχρόνιες επενδύσεις όχι.

Τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο κ. Μητσοτάκης υπόσχονται να περιορίσουν τον ΕΝΦΙΑ κατά 30%. Αν το κάνουν, τα έσοδα του Δημοσίου θα μειωθούν κατά 795 εκατ. ευρώ. Εγώ ζητώ να αποδείξει ο κ. Τσίπρας ότι κατάλαβε όσα έγραψα παραπάνω και να καταργήσει αμέσως (τον Σεπτέμβριο 2018) τον συμπληρωματικό φόρο που επιβάλλεται στην περιουσία φυσικών προσώπων. Τα έσοδα του Δημοσίου θα μειωθούν κατά περίπου 400 εκατ. (από πού θα βρεθούν; από το υπερπλεόνασμα που μας βεβαιώνει ο κ. Τσίπρας ότι έχει επιτύχει). Το μέτρο αφορά περί τους 500.000 ιδιοκτήτες ακινήτων με περιουσία που υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Αυτοί οι 500.000 «έχοντες και κατέχοντες» θα πληρώσουν ΕΝΦΙΑ όπως όλοι οι ιδιοκτήτες, αλλά δεν θα επιβαρυνθούν με συμπληρωματικό φόρο.

Από του χρόνου ελπίζω ότι η μετεκλογική κυβέρνηση θα θελήσει να υιοθετήσει την πρότασή μου για πραγματική Τοπική Αυτοδιοίκηση με δικούς της πόρους και πραγματική αποκέντρωση εξουσίας και ευθύνης. Σε ένα τέτοιο σχήμα ο ΕΝΦΙΑ θα καταργηθεί ολοσχερώς και θα αντικατασταθεί με ένα πολύ πιο λογικό και δίκαιο ανταποδοτικό δημοτικό τέλος. Για τις τραγωδίες σε Μάνδρα και Μάτι δεν θα ψάχναμε για υπεύθυνους συντονιστές. Αυτοί θα ήσαν οι δήμαρχοι.

Κάθε ευρώ πέραν των 40.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα φορολογείται με 45%. Σε αυτό προστίθεται Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης (ΕΕΑ) από 7,5% μέχρι 10,0%. Η ΕΕΑ καθιερώθηκε το 2010 και πλήττει τους «έχοντες και κατέχοντες» στο σύνολο των εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή.

Κατά τη γνώμη μου πρέπει να περιοριστεί αμέσως σε μέχρι 5%, έτσι ώστε φόρος και ΕΕΑ να μην υπερβαίνουν το 50% του εισοδήματος. Η μετεκλογική κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε κατάργηση της ΕΕΑ και μείωση των φορολογικών συντελεστών.

Το 1986, η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση Παπανδρέου καθιέρωσε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου. Δηλαδή οι «έξυπνοι» Σοσιαλιστές αποφάσισαν να τιμωρήσουν με 1% όσους συγκέντρωναν κεφάλαια για να κάνουν μια επένδυση. Η κυβέρνηση Σαμαρά ευτυχώς κατήργησε τη διάταξη –μερικώς– το 2014. Από το 2014 δεν εφαρμόζεται κατά τη σύσταση επιχείρησης, αλλά ισχύει για οποιαδήποτε μεταγενέστερη αύξηση κεφαλαίου. Ανοησίες. Πρέπει να καταργηθεί ολοσχερώς οποιαδήποτε φορολογία συγκέντρωσης κεφαλαίου. Εδώ που είμαστε θα έπρεπε να σκεφτούμε να επιδοτούμε τη συγκέντρωση κεφαλαίου. Με 1%, π.χ.

Ενα από τα άλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε επίδοξος επενδυτής είναι η κρατική γραφειοκρατία. Οι εξαγγελίες διαδοχικών κυβερνήσεων έχουν οδηγήσει σε νέες δομές απλοποίησης και περιορισμού της γραφειοκρατίας, που χωρίς εξαίρεση εξελίσσονται σε χειρότερες μορφές γραφειοκρατίας (τα ΚΕΠ δεν περιόρισαν τόσο τη γραφειοκρατία όσο την ταλαιπωρία των πολιτών. Για παράδειγμα, η ανανέωση διπλώματος οδήγησης, αφού συγκεντρωθούν όλα τα δικαιολογητικά και παραδοθούν στο ΚΕΠ, απαιτεί τέσσερις μήνες επεξεργασία). Το σημερινό κράτος δεν κυβερνιέται. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν αξιολογούνται. Οι καλοί συμφύρονται με τους κακούς.

Ολοι προάγονται ανεξαρτήτως ικανοτήτων. Ολοι αμείβονται το ίδιο και όλοι άσχημα.

Πεποίθησή μου είναι ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να αξιολογούνται τακτικά, οι καλοί ν’ αμείβονται καλύτερα, οι κακοί να βοηθούνται να γίνουν καλύτεροι και αν δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, ν’ απομακρύνονται από τη δημόσια υπηρεσία. Οι βαρύτατα φορολογούμενοι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι με τα χρήματά τους απασχολούνται οι καταλληλότεροι.

Δυστυχώς, δεν περιμένω να υιοθετήσουν τις απόψεις μου οι κ. Τσίπρας και Μητσοτάκης. Και οι δύο διακηρύσσουν ότι θα διορθώσουν τη δημόσια διοίκηση χωρίς ν’ απολυθεί κανείς. Λυπάμαι, αλλά δεν πιστεύω ότι μπορούν να το καταφέρουν.

Με αυτά τα δεδομένα, προσπάθησα να σκεφτώ μια λύση για τον οριστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας που να είναι «εύπεπτη» και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τη Ν.Δ.

Υπάρχουν περί τις 30 νομοθετημένες Βιομηχανικές Περιοχές (ΒΙΠΕ) στην Ελλάδα. Προτείνω ότι όσες επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε αυτές, και όσες εγκατασταθούν σε αυτές εφεξής, να απαλλαγούν από όλες τις άδειες που σήμερα απαιτούνται και να συναλλάσσονται αποκλειστικά με τον διαχειριστή της ΒΙΠΕ. Τέρμα ο δασάρχης, η πολεοδομία, ο αρχαιολόγος, το Πολεμικό Ναυτικό, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ. Οι Αρχές θα αντιμετωπίζουν τη ΒΙΠΕ ως ένα σύνολο εντός του οποίου «κουμάντο» θα κάνει μόνον ο διαχειριστής της ΒΙΠΕ. Ο επενδυτής θα δεσμεύεται να τηρήσει τους γενικούς όρους (δόμησης, περιβαλλοντικούς κ.λπ.), θα μοιράζεται τα σχέδια με τον διαχειριστή της ΒΙΠΕ, θα συντονίζει τη σύνδεση με ύδρευση, αποχέτευση, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, οδικό/σιδηροδρομικό δίκτυο και θα παρέχει απρόσκοπτη πρόσβαση στον διαχειριστή για ελέγχους. Εάν υπάρχουν αυθαιρεσίες, θα ευθύνεται ο διαχειριστής έναντι των Αρχών. Αν, για παράδειγμα, υπάρχουν περιβαλλοντικά όρια εκπομπών, θα οριστούν για τη ΒΙΠΕ, και ο διαχειριστής θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Η διάθεση των αποβλήτων θα αφορά το σύνολο της ΒΙΠΕ και όχι κάθε επιχείρηση. Η ΔΕΗ, ή ο όποιος πάροχος ενέργειας, θα διαθέτει την ενέργεια στη ΒΙΠΕ, η οποία θα τη μεταπωλεί στις επιχειρήσεις. Εντός του 2018 μπορεί να νομοθετηθεί το μέτρο αυτό.

Δυστυχώς δεν έχω σήμερα πρόταση για επιχειρήσεις εκτός ΒΙΠΕ. Ξενοδοχεία, σχολές, νοσοκομεία, τράπεζες, καζίνο θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τη γραφειοκρατία. Αλλά, αν λειτουργήσει σωστά το μέτρο στις ΒΙΠΕ, ελπίζω ότι η σύγκριση της μιας κατάστασης με την άλλη θα δημιουργήσει πίεση για αλλαγή και εκτός ΒΙΠΕ.

Αλλο πρόβλημα των επενδυτών είναι το φορολογικό καθεστώς και η σταθερότητά του στον χρόνο. Ιδίως η σταθερότητα. Θα ήθελα από 1/1/2019 να ισχύσει φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις 20% αντί του ισχύοντος 29%. Οσες νέες επιχειρήσεις εγκατασταθούν σε ΒΙΠΕ να έχουν, εκτός από τον συντελεστή 20%, και την προστασία του Ν.Δ. 2687/1953 για 15 χρόνια. Συνταγματική εγγύηση ότι ο φορολογικός συντελεστής 20% δεν θα αυξηθεί.

Η «Κ» έχει φιλοξενήσει πολλές φορές τις απόψεις μου για το συνταξιοδοτικό. Κατάργηση των εισφορών εργαζομένου και εργοδότη και καθιέρωση σύνταξης για όλους και όλες στα 67, ύψους 700 ευρώ. Ενα ζευγάρι στα 67 θα εισπράττει χωρίς προϋποθέσεις 1.400 ευρώ μηνιαίως. Ο μηδενισμός των εισφορών θα καταστήσει την Ελλάδα εξαιρετικά ελκυστική για επενδύσεις και συνεπώς και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και ως παράπλευρο όφελος, θα σώσει κυριολεκτικά ένα σωρό επιχειρήσεις που σήμερα είναι όμηροι των τραπεζών. Με τη σειρά τους οι τράπεζες θα ανακυκλώσουν την επιπλέον ρευστότητα από τα δάνεια, που θα μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν, σε νέα δάνεια που θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.

Θα κλείσω με μια παραίνεση προς τον κ. Τσίπρα: Εξαντλείται η ζωή αυτής της Βουλής και παραμένει η εκκρεμότητα της αναθεώρησης του Συντάγματος.

Μαζί με τέσσερις συνταγματολόγους (Αλιβιζάτο, Γεραπετρίτη, Κτιστάκι και Σπυρόπουλο) και τον κ. Βουρλούμη, διαμορφώσαμε πριν από δύο χρόνια ένα ολοκληρωμένο σχέδιο Συντάγματος που δημοσίευσε η «Κ». Παραμένει το μόνο πλήρες σχέδιο (υπάρχουν ασφαλώς ασύνδετες μεταξύ τους προτάσεις για μεμονωμένα άρθρα) Συντάγματος. Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να συμφωνήσει να προχωρήσει –χωρίς να δεσμευτεί– με βάση αυτό το σχέδιο και να αφήσει την επόμενη Βουλή να αποφασίσει τις τελικές αλλαγές με αυξημένη πλειοψηφία. Οι οποιεσδήποτε αλλαγές στην επόμενη Βουλή θα απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία, άρα συναίνεση. Με αυτό τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει ανοίξει τον δρόμο για μια θετική συναινετική εξέλιξη.

* Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι πρώην υπουργός.

Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή