Λες... ας μη δώσεις σημασία. Αλλά είναι για γέλια και για κλάματα η αντίδραση του Μάνφρεντ Βέμπερ, προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στην άποψη του Τέντ Μάλοχ, προτεινόμενου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ε.Ε., ο οποίος αμφισβητεί την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το βασικό της όχημα, το ευρώ. Ο Γερμανοδεξιός Βέμπερ, αντιδρώντας στις δηλώσεις Μάλοχ αναφορικά με τη διάλυση του ευρώ και την αντίδραση της Ευρώπης, δήλωσε «είμαστε πολύ πιο δυνατοί σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, εάν μείνουμε ενωμένοι ως Ευρωπαίοι. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα. Και έχοντας την οικονομική πίεση των Αμερικανών από τη μια πλευρά, αλλά και την στρατιωτική πίεση και την επίδειξη δύναμης του Πούτιν από την άλλη, αλλά και τα προβλήματα που προέρχονται από την Τουρκία, είναι προφανές για τον καθένα: Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει μόνο εάν μείνουμε μαζί, εάν είμαστε ενωμένοι και αν λύσουμε τα προβλήματα». Σπάνια τόσο ηλίθια άποψη έχει διατυπωθεί... Δηλαδή, ο Πούτιν και ο Ερντογάν απειλούν την ύπαρξη της Ευρώπης, ώστε να επιβάλλεται να παραμείνει ενωμένη! Και οράματα; Απλά ΞΕΠΕΣΜΟΣ! 

Εγώ, απλώς, να σας ενημερώσω ότι στα συρτάρια των τραπεζιτών της Φρανκφούρτης υπάρχει ο «Economist» -με ημερομηνία Αύγουστος του 2012- που είχε στο εξώφυλλο μια σκεπτική Ανγκελα Μέρκελ να διαβάζει μια άκρως εμπιστευτική έκθεση με τίτλο «Πώς να διαλύσετε το ευρώ». Αν και το άρθρο κατέληγε με την εκτίμηση ότι «προς το παρόν η διάλυση του ευρώ θα ήταν πιο ριψοκίνδυνη από την ανόρθωσή του», προσέθετε ένα δηλητηριώδες σχόλιο: «Εκτός εάν η κυρία Μέρκελ αποφασίσει να προχωρήσει προς τα εμπρός, η επιλογή θα είναι μεταξύ μιας δαπανηρής διάλυσης σύντομα και μιας ολέθριας διάλυσης αργότερα». Το ερώτημα, λοιπόν, έχει τεθεί ήδη από το Βερολίνο, έστω και αν προς το παρόν αποτελεί αφορμή για σενάρια τρόμου ή εμβριθείς ασκήσεις επί χάρτου των οικονομολόγων.

Λοιπόν, ευρώ δίχως ευρωζώνη γίνεται; Το εάν η ευρωζώνη είναι πλέον βιώσιμη ή όχι είναι ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο. Είναι πιθανό η διάσπασή της να καθυστερήσει, αλλά όχι και να αποφευχθεί, όπως εκτιμάται. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η καθυστέρηση του αναπόφευκτου θα κάνει το τέλος ακόμα πιο οδυνηρό - πολύ πιο οδυνηρό.

Η Γερμανία συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο ότι, αν η προσαρμογή που επιβάλλεται για την αποκατάσταση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του χρέους στην περιφέρεια της ευρωζώνης επιδιώκεται μέσα από μέτρα λιτότητας και εσωτερική υποτίμηση, αντί για αναδιάρθρωση του χρέους και έξοδο από την ευρωζώνη (η οποία θα οδηγούσε, με τη σειρά της, στην επανακυκλοφορία σημαντικά υποτιμημένων εθνικών νομισμάτων), το προβλεπόμενο κόστος υπολογίζεται να ανέλθει σε τρισεκατομμύρια ευρώ.

Πράγματι, θα χρειαστεί επαρκής επίσημη χρηματοδότηση, ώστε να γίνει δυνατή η έξοδος των διεθνών, αλλά και των εγχώριων επενδυτών. Καθώς οι επενδυτές θα ελαττώνουν την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα, στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις των περιφερειακών κρατών, το πρόβλημα της φυγής κεφαλαίων θα εξακολουθήσει να υπάρχει, κάνοντας αναγκαία τεράστια ποσά επίσημης χρηματοδότησης.

Μέχρι πρόσφατα, η επίσημη αυτή χρηματοδότηση προερχόταν από τις δημοσιονομικές Αρχές (όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, που έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εντούτοις, ολοένα και περισσότερο η χρηματοδότηση προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - αρχικά με την αγορά ομολόγων και στη συνέχεια με τη στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών της ευρωζώνης.

Κατά συνέπεια, η Γερμανία και ο πυρήνας της ευρωζώνης έχουν αναθέσει σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ την επίσημη χρηματοδότηση των κρατών-μελών της ευρωζώνης που απειλούνται με χρεοκοπία. Εάν η Ιταλία και η Ισπανία παρουσιάζουν έλλειψη ρευστότητας, αλλά είναι φερέγγυες, και η μεγάλης κλίμακας οικονομική ενίσχυση προσφέρει επαρκή χρόνο ώστε η λιτότητα και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, η ευρωζώνη θα επιβιώσει.

Στη διάρκεια των παραπάνω διεργασιών, είναι πιθανό επίσης να προκύψει ένα είδος δημοσιονομικής ή τραπεζικής ενοποίησης, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη πρόοδο της ολοκλήρωσης σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά, όσο σημαντικά και αν είναι τα στοιχεία της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης στην παραπάνω διαδικασία, θα είναι καθοριστικός ο ρόλος της οικονομικής ενίσχυσης μεγάλης κλίμακας και των σταδιακών προσαρμογών για την αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Για να επιτευχθεί αυτό, οι κυβερνήσεις και οι λαοί τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια της Ευρώπης θα χρειαστεί να επιδείξουν αρκετή υπομονή. Τα κράτη του πυρήνα θα πρέπει να εξακολουθούν να παρέχουν χρηματοδότηση, ενώ τα περιφερειακά κράτη θα πρέπει να αποφύγουν τον κίνδυνο κοινωνικής και πολιτικής παλινδρόμησης για όσα χρόνια διαρκέσει η επώδυνη οικονομική ύφεση και η απώλεια των κοινωνικών παροχών.

Είναι, άραγε, εφικτό αυτό το σενάριο; Ας αναλογιστούμε μόνο τα εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν: οικονομική απόκλιση των κρατών και πιο βαθιά ύφεση, μη αναστρέψιμη βαλκανοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των χρηματαγορών, μη βιώσιμα βάρη εξαιτίας του χρέους για δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, τρομακτικό κόστος ανάπτυξης και ισολογισμού σε κράτη τα οποία θα καταφύγουν σε εσωτερική υποτίμηση και αποπληθωρισμό ώστε να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, μη συμμετρικές προσαρμογές με ηθικούς κινδύνους για τα κράτη του πυρήνα και μη επαρκή χρηματοδότηση για τα κράτη της περιφέρειας να γίνονται το έναυσμα για την ανάπτυξη ασυμβίβαστων πολιτικών δυναμικών, άστατες και ανυπόμονες αγορές και επενδυτές, κορεσμός από τη λιτότητα στην περιφέρεια και κορεσμός από την παροχή οικονομικής υποστήριξης στον πυρήνα, απουσία των κατάλληλων συνθηκών για μια υγιή νομισματική ζώνη και σημαντικές δυσκολίες στην επίτευξη της πλήρους δημοσιονομικής, τραπεζικής, οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.

Η καθυστέρηση της διάσπασης ανεβάζει συνεχώς το κόστος 

Φυσικά, η διάσπαση αυτήν τη στιγμή θα είχε πολύ μεγάλο κόστος και θα ήταν απαραίτητη μια διάσκεψη για το χρέος σε διεθνές επίπεδο, ώστε να συμφωνηθούν αφενός η αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών της περιφέρειας και αφετέρου οι αξιώσεις των κρατών του πυρήνα. Η μάταιη προσπάθεια καθυστέρησης της διάσπασης -μετά και την κατασπατάληση τρισεκατομμυρίων ευρώ επιπλέον της επίσημης χρηματοδότησης από τον πυρήνα- θα κατέληγε σε άτακτο τέλος για την ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την καταστροφή της ενιαίας αγοράς, εξαιτίας της υιοθέτησης πολιτικών προστατευτισμού σε ευρεία κλίμακα. Επομένως, εάν η διάσπαση είναι αναπόφευκτη, η καθυστέρησή της συνεπάγεται ακόμα υψηλότερο κόστος.

Ωστόσο, οι πολιτικές στην Ευρώπη δεν επιτρέπουν να εξεταστεί το ενδεχόμενο πρόωρης διάσπασης. Η Γερμανία και η ΕΚΤ βασίζονται στην ενίσχυση της ρευστότητας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να «εξαγοράσουν» τον απαραίτητο χρόνο για τις αναγκαίες προσαρμογές, με στόχο την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του χρέους. Και παρά τον τεράστιο κίνδυνο που ενέχει το ενδεχόμενο μιας τελικής διάσπασης, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της ευρωζώνης παραμένουν προσηλωμένοι στην παραπάνω κατεύθυνση. Μόνο ο χρόνος θα αποδείξει αν το να στοιχηματίζει κανείς όλο το σπίτι για να σωθεί το γκαράζ είναι η σωστή κίνηση.

Ζέζα Ζήκου  ("Επένδυση")