Του Παναγή Βουρλούμη

Π​​αρακολουθώ τη σύγκρουση μεταξύ ΟΤΕ και ΕΕΤΤ (ρυθμιστή τηλεπικοινωνιών) και ξαναζώ την αγωνία που πέρασα επί έξι χρόνια, όταν ήμουν στον ΟΤΕ. Μερικά πράγματα στην Ελλάδα δεν αλλάζουν, πάντως όχι προς το καλύτερο. Σε ομιλία μου, το 2013 είχα πει:

«Η δημιουργία διαδικτυακής υποδομής απαιτεί πολύ υψηλές επενδύσεις που δεν αποφέρουν οικονομικά οφέλη στον ιδιοκτήτη τους παρά ύστερα από αρκετά χρόνια και μόνον αφού έχει δημιουργηθεί κρίσιμη μάζα χρηστών. Ο ΟΤΕ τη δεκαετία του 2000, διαβλέποντας το μέλλον, είχε κάθε πρόθεση αλλά και συμφέρον να αναπτύξει τις υποδομές αυτές και διέθετε τα οικονομικά και τεχνικά μέσα να το κάνει. Ηταν και ο μόνος που μπορούσε. Λόγω της νομικής υποχρέωσής του να παρέχει καθολική υπηρεσία, θα κάλυπτε όλη την επικράτεια με δίκτυα οπτικής ίνας, τα οποία θα χρησιμοποιούσε ο ίδιος αλλά και θα μίσθωνε, λόγω ρυθμιστικής υποχρέωσης, στους ανταγωνιστές του. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε και υπεύθυνη είναι η ΕΕΤΤ, η οποία ανάγκασε τον ΟΤΕ να διαθέτει τα δίκτυά του στον ανταγωνισμό σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές που δεν κάλυπταν την απόσβεση της επένδυσης. Επιπλέον υποχρέωνε τον ΟΤΕ να τιμολογεί ακριβά τους δικούς του λιανικούς πελάτες, έτσι ώστε οι ανταγωνιστές του να είναι σημαντικά φθηνότεροι. Παρ’ όλη την εύνοια της ΕΕΤΤ και μόλο που επικεντρώθηκαν μόνον εκεί που υπήρχε υψηλό εισόδημα και πυκνότητα πληθυσμού, οι ανταγωνιστές του απέτυχαν οικονομικά και συνεχίζουν να αιμορραγούν. Πλήρης αστοχία της στρατηγικής που με πείσμα προσπαθεί να επιβάλει η ΕΕΤΤ».

Δύο φορές, τη δεύτερη μαζί με την Deutsche Telecom, ο ΟΤΕ πρότεινε στις τότε κυβερνήσεις, Ν.Δ. και μετά ΠΑΣΟΚ, να φτιάξει δίκτυο οπτικής ίνας σε όλη τη χώρα, επένδυση δισεκατομμυρίων, δίχως κρατική βοήθεια. Το δίκτυο θα ήταν στη διάθεση όλων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων με μόνη προϋπόθεση να έχουν συμφωνηθεί από πριν οι όροι μίσθωσής του για να γνωρίζει ο ΟΤΕ τον χρόνο απόσβεσης της επένδυσης ώστε ανάλογα να κανονίσει τη χρηματοδότησή του. Η απάντηση των κυβερνήσεων και της ΕΕΤΤ ήταν «…φτιάξτε το πρώτα και το ρυθμίζουμε μετά…». Λόγω της πείρας μας με την αναξιοπιστία και συχνά κακοπιστία της ΕΕΤΤ, δεν προχωρήσαμε τότε με την επένδυση, αν και ο ΟΤΕ συνέχισε να επεκτείνει το δίκτυό του και μάλιστα στις ακριτικές περιοχές για καθαρά εθνικούς λόγους και χωρίς να του έχει ζητηθεί.

Θα μπορούσα να γράψω πολύ περισσότερα περιγράφοντας π.χ. τη σκόπιμη καθυστέρηση της ΕΕΤΤ να εγκρίνει προγράμματα και προϊόντα του ΟΤΕ, τις διαρροές προς τους ανταγωνιστές του, τα εξουθενωτικά πρόστιμα και άλλα. Στόχος να επιβιώσουν θνησιγενείς τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι που όμως, παρ’ όλη τη σκανδαλώδη στήριξη της ΕΕΤΤ, έχουν μειωθεί από 25 περίπου σε 4, οι δύο από τους οποίους βαριά προβληματικοί. Το ζήτημα είναι βέβαια θεσμικό. Μια «ανεξάρτητη αρχή» που δεν ελέγχεται από πουθενά, σε συνδυασμό με την απουσία εθνικής τηλεπικοινωνιακής στρατηγικής, καθυστερεί την ψηφιοποίηση της χώρας και απειλεί να τραυματίσει βαριά τον ΟΤΕ, που είναι από τις ελάχιστες εναπομένουσες υγιείς ατμομηχανές της οικονομίας.

Καθημερινή