Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΡΓΚΟΒΑ. Τ​​ην 1η Ιανουαρίου 2017, η Ελλάδα γιόρτασε τα 35 χρόνια από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ηταν μια πικρή γιορτή. Πολλά χρόνια ανεξέλεγκτων δαπανών, φθηνού δανεισμού και μη εφαρμογής δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων άφησαν τη χώρα εκτεθειμένη όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση έφτασε στην Ευρώπη, το 2009. Η τότε κυβέρνηση, μη μπορώντας να στηριχθεί στις διεθνείς αγορές για εξωτερικό δανεισμό, υιοθέτησε ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας (το πρώτο μνημόνιο) σε αντάλλαγμα 110 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.

Για την Ελλάδα, το 2009 ήταν το τέλος μιας μακράς περιόδου αισιοδοξίας. Ηταν επίσης μια ευκαιρία να κοιτάξει προς τα πίσω και να επανεξετάσει την εμπειρία της στην Ε.Ε., να κατανοήσει τις αποτυχίες της και να μάθει πώς να αποφεύγει παρόμοια λάθη.

Οι Βρυξέλλες έχουν εκπονήσει ένα μεγάλο αριθμό μελετών, που αξιολογούν την άμεση επίδραση των διαρθρωτικών ταμείων. Η συνήθης μέθοδος είναι η μέτρηση των αποτελεσμάτων με βάση κάποιους δείκτες: πόσο περισσότερα χιλιόμετρα οδών κατασκευάστηκαν, πόσο περισσότερες νέες επιχειρήσεις στηρίχθηκαν, πόσο περισσότεροι άνθρωποι εκπαιδεύτηκαν ή πόσες νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν. Ετσι, η αξιολόγηση επικεντρώνεται σε έργα ή ενέργειες που γίνονται με την υποστήριξη της Κοινότητας, τα οποία διαφορετικά δεν θα είχαν γίνει.

Για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί ότι την περίοδο 1994-1999 το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής συνέβαλαν στη δημιουργία 390.000 θέσεων εργασίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι μελέτες αυτές υπογράμμισαν την έμμεση προστιθέμενη αξία, αναφέροντας –μεταξύ άλλων– τη βελτίωση των διαδικασιών σχεδιασμού, την ανάπτυξη εταιρικών σχέσεων, τη διεύρυνση των φορέων υλοποίησης μέσω ανοικτών διαγωνισμών, την ανάπτυξη μιας νοοτροπίας αξιολόγησης, και ούτω καθεξής.

Υπάρχει, ωστόσο, και η κριτική. Αρκετές εκθέσεις αξιολόγησης όχι μόνον εντόπισαν τους παράγοντες που συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση του ποσοστού απορρόφησης των κονδυλίων της Ε.Ε., αλλά προσδιόρισαν και εκείνους τους παράγοντες που υπονόμευσαν σοβαρά την αποτελεσματικότητα των δράσεων. Μια σημαντική ομάδα προβλημάτων που αναφέρονται τακτικά στις μελέτες είναι αυτή που σχετίζεται με το ασθενές θεσμικό πλαίσιο και τις ικανότητες που υπάρχουν στην Ελλάδα. Χαμηλή ικανότητα σχεδιασμού, δυσκίνητες γραφειοκρατικές διαδικασίες και έλλειψη έμπειρου προσωπικού συχνά αναφέρονται ως παράγοντες που καθυστερούν τις αποφάσεις και εμποδίζουν την επίτευξη αποτελεσμάτων.

Η διαφθορά έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την καταπολέμηση της απάτης, OLAF, έχει αποκαλύψει αρκετές περιπτώσεις διαφθοράς. Επίσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ε.Ε. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών πληρωμών δεν έπρεπε να είχε γίνει – αν και αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απάτη. Είναι πλέον κοινή γνώση ότι ένα μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης της Ε.Ε. έχει σπαταληθεί σε άχρηστα σεμινάρια, αδικαιολόγητα υψηλές αμοιβές και κατασκευαστικά έργα που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Εν ολίγοις, δίπλα στο συντριπτικά στοιχεία των επιτυχιών, υπάρχει επίσης μια σειρά από απογοητευτικές αποτυχίες.

Εύκολο χρήμα

Γιατί έγιναν όλα αυτά; Ο λόγος είναι απλός: τα διαρθρωτικά ταμεία μπορεί να θεωρηθούν «εύκολο χρήμα» – είναι εξωτερικές πρόσοδοι και όχι καθαρό αποτέλεσμα της παραγωγικής δραστηριότητας στο εσωτερικό της χώρας. Μια συνεχής ροή «εύκολου χρήματος» είναι συχνά ένας τέλειος τρόπος για να διατηρηθεί αναποτελεσματική ή απλώς κακή η δομή της διακυβέρνησης και να ενισχυθεί η διαφθορά. Οι περιφερειακές αρχές, βασιζόμενες σχεδόν αποκλειστικά σε αυτές τις εξωτερικές προσόδους για έργα υποδομής, δεν έχουν κίνητρα να αναζητήσουν καλύτερους τρόπους για την αύξηση της χρηματοδότησης αναπτυξιακών έργων. Τα διαρθρωτικά ταμεία μπορεί να καταλήξουν να υποστηρίζουν τη διόγκωση της γραφειοκρατίας, πατερναλιστικές δομές και πελατειακά δίκτυα.

Τέλος, τα διαρθρωτικά ταμεία έχουν σοβαρές επιπτώσεις στα κίνητρα των εργαζομένων. Στις 27 Μαρτίου 2003, ο Economist επικαλέστηκε έναν «ανώτερο Ελληνα αξιωματούχο στις Βρυξέλλες», ο οποίος υποστήριζε ότι «όποιος εργάζεται σκληρά σε οποιαδήποτε δουλειά (στην Ελλάδα) θεωρείται ηλίθιος, δεδομένου ότι είναι πολύ πιο εύκολο να διαμορφώσει κανείς ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα και να απολαμβάνει τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις».

Περισσότερα από εξήντα πέντε χρόνια πριν, το πρώτο μεγάλο αναπτυξιακό έργο της σύγχρονης ιστορίας, το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν καθοριστικό για την υποστήριξη της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας.

Αλλά οι παρεμβάσεις του σχεδίου Μάρσαλ ήταν σύντομες, απότομες και πεπερασμένες, σε αντίθεση με τις συνεχείς και ανοιχτές μεταφορές πόρων της Ε.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κεφάλαια της Ε.Ε. έχουν αντιμετωπιστεί από κάποιους Ελληνες κυβερνητικούς αξιωματούχους με μιαν αίσθηση του δικαιώματος και όχι ως κοινοτική βοήθεια για τη στήριξη εγχώριων προσπαθειών.

* Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.