Εταιρείες fintech φέρνει η κυβέρνηση στην αγορά για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να πέσουν τα επιτόκια δανείων. Αφορολόγητοι οι τόκοι ομολόγων και εντόκων ως μέτρο πίεσης στις τράπεζες για να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων.

Την απόλυτη κυριαρχία των τραπεζών στη χορήγηση δανείων στην ελληνική αγορά εμφανίζεται έτοιμος να σπάσει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, προαναγγέλλοντας την ενίσχυση του ρόλου μη τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως οι εταιρείες fintech και τα επενδυτικά funds. Παράλληλα, δίνει στο Δημόσιο ρόλο σκληρού ανταγωνιστή των τραπεζών στη συλλογή κεφαλαίων αποταμιευτών, με την κατάργηση του φόρου στους τόκους από έντοκα γραμμάτια και ομόλογα.

Με την ομιλία του στη Βουλή το Σάββατο, ο κ. Χατζηδάκης επανέφερε τη συζήτηση για τη λειτουργία και τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος σε ένα θέμα που είχε προκαλέσει στο πρόσφατο παρελθόν υψηλή ένταση μεταξύ του προκατόχου του, Χρήστου Σταϊκούρα και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ήταν η περίοδος όπου στις συναντήσεις των δύο πλευρών ανταλλάσσονταν... μπινελίκια, όπως είχε πει ο κ. Σταϊκούρας).

Το θέμα αυτό δεν είναι άλλο από την ψαλίδα ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, που, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει αυξηθεί (στα νέα δάνεια και καταθέσεις) από το 3,95% τον Ιούνιο του 2022 (πριν αρχίσουν οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ, που σωρευτικά έχουν φθάσει το 4%) στο 5,76%, τον Μάιο του 2023. «Μία από τις κυριότερες προκλήσεις είναι η αντιμετώπιση της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων, μέσα από πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό», τόνισε στην ομιλία του ο Κωστής Χατζηδάκης.

Αυτή η προσέγγιση, δηλαδή ότι θα πρέπει να συγκρατηθούν τα επιτόκια χορηγήσεων και να αυξηθούν ταχύτερα τα επιτόκια καταθέσεων μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού δεν είναι νέα, ούτε βεβαίως και αποτελεί κάτι παράδοξο: στην ελληνική αγορά, ιδιαίτερα μετά τις ανακατατάξεις στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο βαθμός συγκέντρωσης του τραπεζικού κλάδου έχει γίνει ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη, καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ελέγχουν κατά 95% την αγορά.

Τον προβληματισμό που αναπτυσσόταν εδώ και αρκετό καιρό στο Μέγαρο Μαξίμου για την εξασθένηση του ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά είχε εκφράσει από τον Δεκέμβριο του 2022 ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, τονίζοντας: «Σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος μελετάμε και την άρση των νομικών εμποδίων για δράσεις fintech στην χορήγηση πιστώσεων και άλλες τέτοιες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό».

Στην ίδια κατεύθυνση, ο κ. Χατζηδάκης τόνισε το Σάββατο ότι η πρώτη και σημαντικότερη πρωτοβουλία που θα αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών το επόμενο διάστημα θα είναι «η επέκταση της παροχής τραπεζικής πίστης, δηλαδή δανείων, από μη-τραπεζικά ιδρύματα, με βάση βέλτιστες διεθνείς πρακτικές».

Οι μη τράπεζες εναντίον των τραπεζών

Σε μια κατ' εξοχήν τραπεζοκεντρική οικονομία, όπως η ελληνική, η αναφορά σε μη-τράπεζες (non-banks, κατά τη διεθνή ορολογία) ξενίζει τους περισσότερους, δεδομένου ότι το θεσμικό πλαίσιο της χώρας ουσιαστικά δεν επιτρέπει τη χορήγηση δανείων σε ιδρύματα που δεν κατέχουν τραπεζική άδεια. Στην ευρωζώνη, όμως, οι non-banks έχουν τα τελευταία χρόνια αλματώδη ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους στις χορηγήσεις δανείων και έχουν καταστεί αποτελεσματικοί ανταγωνιστές των τραπεζών.

Σύμφωνα με όσα τόνιζε σε πρόσφατη ομιλία του ο αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκίντος, το μερίδιο των μη τραπεζικών ιδρυμάτων στα δάνεια έχει σχεδόν διπλασιασθεί μετά την κρίση του 2008 και πλέον πάνω από ένα στα τέσσερα ευρώ δανείων που χορηγούνται στην ευρωζώνη προέρχονται από non-banks.

Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ,

Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δημοσίευσε τις συστάσεις πολιτικής του για την ενίσχυση της εποπτείας και της ρύθμισης του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα. Και από τότε, έχουμε δει τον τομέα να αναπτύσσεται σημαντικά.

Στη ζώνη του ευρώ, το συνδυασμένο συνολικό ενεργητικό των επενδυτικών οργανισμών, των αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς, των ασφαλιστικών εταιρειών, των συνταξιοδοτικών ταμείων και των χρηματοπιστωτικών εταιρειών ειδικού σκοπού έχει διπλασιαστεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση από 15 τρισεκατομμύρια ευρώ σε 31 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Ο τομέας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας της ζώνης του ευρώ τα τελευταία χρόνια. Ως ποσοστό των πιστώσεων που χορηγούνται από όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι πιστώσεις που χορηγούνται από μη τραπεζικά ιδρύματα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 2008, από 15% σε 26% στο τέλος του προηγούμενου έτους.

Ο αυξανόμενος ρόλος των μη τραπεζικών ιδρυμάτων προσφέρει το πλεονέκτημα της διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησης και, ως εκ τούτου, μπορεί να συμβάλει στη διασφάλιση της ομαλής παροχής χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι ένα υψηλότερο μερίδιο μη τραπεζικής χρηματοδότησης μπορεί να βοηθήσει τις οικονομίες να ανακάμψουν ταχύτερα από περιόδους ύφεσης, όταν η ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια μπορεί να μειωθεί.

Κυρίως, ωστόσο, τα οφέλη αυτής της διαφοροποίησης εξαρτώνται από τη διασφάλιση ότι ο μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας παρέχει μια σταθερή πηγή χρηματοδότησης, εξασφαλίζοντας ισχυρή χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις τόσο υπό κανονικές όσο και υπό ακραίες συνθήκες αγοράς.

Σημειώνεται ότι στην Ευρώπη η νέα τάση που επικρατεί σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις δανείων από non-banks είναι να εισέρχονται σε αυτό τον τομέα όχι μόνο εταιρείες fintech, αλλά και επενδυτικοί κολοσσοί που διαχειρίζονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, όπως η Black Rock και η Fidelity και να να δημιουργούν ειδικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια, μέσω των οποίων παρέχουν δάνεια (κατά κανόνα με εξασφαλίσεις) σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε startups.

Στην Ελλάδα, προφανείς υποψήφιοι για να ανταγωνισθούν τις τράπεζες στη χορήγηση δανείων είναι οι εταιρείες fintech, στις οποίες αναφέρθηκε και ο κ. Πατέλης, με επιφανέστερη τη Viva Wallet, στην οποία έχει αποκτήσει, ως γνωστόν, συμμετοχή 48,5% η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, η JP Morgan. Η Viva πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί ειδική περίπτωση στον χώρο των εταιρειών fintech, δεδομένου ότι ήδη έχει «πατήσει» και στον τραπεζικό τομέα, εξαγοράζοντας τραπεζική άδεια, άρα μπορεί να αναπτύξει δραστηριότητες στη χορήγηση δανείων ακόμη και χωρίς να περιμένει την υπό συζήτηση αλλαγή του θεσμικού πλαισίου. Εκτός από τη Viva, όμως, υπάρχουν συνολικά άλλες 16 μικρότερες εταιρείες fintech που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά και έχουν εξασφαλίσει κάποια χρηματοδότηση από επενδυτές.

Οι εταιρείες fintech έχουν από τη δραστηριότητά τους στον τομέα των πληρωμών ένα αρκετά σημαντικό ατού, δεδομένου ότι έχουν ήδη συνεργασίες με μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις και με καταναλωτές, πάνω στις οποίες θα μπορούσαν να οικοδομήσουν γρήγορα κάποια χαρτοφυλάκια επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων. Το ζητούμενο αν θα υπάρξει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα διευκολύνει ουσιωδώς αυτή τη δραστηριότητα.

Ανταγωνισμός και στην αποταμίευση

Για να κλείσει η ψαλίδα στα επιτόκια, ο Κωστής Χατζηδάκης προανήγγειλε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ως εκδότης χρέους θα αποκτήσει ένα φορολογικό πλεονέκτημα έναντι των ελληνικών τραπεζών, καθώς οι τόκοι των καταθέσεων θα συνεχίσουν να φορολογούνται με 15%, αλλά αυτός ο φόρος θα καταργηθεί για τους τόκους από τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή έντοκα γραμμάτια και ομόλογα.

Ο κ. Χατζηδάκης έκανε λόγο για «κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης των τόκων των εντόκων γραμματίων και των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Ώστε τα ομόλογα Δημοσίου να αποτελέσουν εναλλακτική επιλογή τοποθέτησης των κεφαλαίων».

Σημειώνεται ότι οι κρατικοί τίτλοι δεν χρειάζονται, στην πραγματικότητα, κάποιο φορολογικό κίνητρο για να γίνουν ελκυστικοί στους αποταμιευτές, αφού ήδη τα επιτόκιά τους είναι πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα των προθεσμιακών καταθέσεων στις τράπεζες. Τον Μάιο, το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας με διάρκεια μέχρι ένα έτος ήταν 1,31%, ενώ, με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (δελτίο της 7ης Ιουλίου), η απόδοση των εντόκων γραμματίων (διάρκειας 13 - 52 εβδομάδων) ξεπερνούσε το 3,5%. Στα ομόλογα (διάρκειες 2 έως 30 ετών), οι αποδόσεις κυμαίνονταν από 3,37% έως 4,24%.

Όσοι, λοιπόν, αναζητούν καλές αποδόσεις, σίγουρα είχαν ήδη τη δυνατότητα να στραφούν στους κρατικούς τίτλους, χωρίς να χρειάζονται κάποια ειδική φορολογική μεταχείριση. Φαίνεται, όμως, ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να στρέψει ακόμη περισσότερους αποταμιευτές σε απευθείας τοποθετήσεις σε έντοκα και ομόλογα (τα έντοκα αγοράζονται σήμερα κυρίως από ελληνικές τράπεζες και τα ομόλογα περισσότερο από ξένους επενδυτές), ώστε να υποχρεωθούν οι τράπεζες να αυξήσουν ταχύτερα τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων για να συγκρατήσουν πιθανές εκροές από τις καταθέσεις σε κρατικούς τίτλους.

Σε κάθε περίπτωση, η προσφορά κρατικών τίτλων είναι περιορισμένη και δεν μπορούν οι τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους να υποκαταστήσουν τις καταθέσεις προθεσμίας ως προϊόντα που υποδέχονται κεφάλαια αποταμιευτών. Πάντως, αυτή η άνιση φορολογική μεταχείριση των τόκων από προθεσμιακές καταθέσεις και από κρατικούς τίτλους θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις από την πλευρά των τραπεζών.

Η συνάντηση Χατζηδάκη - τραπεζιτών και τα αντεπιχειρήματα

Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η πρώτη συνάντηση που θα έχει αντιπροσωπεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με τον Κωστή Χατζηδάκη, σήμερα το απόγευμα. Η συνάντηση θα έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα γι' αυτό και δεν πρόκειται να γίνουν δηλώσεις από τις δύο πλευρές. Το θέμα του περιθωρίου επιτοκίων και των δύο μέτρων που ανήγγειλε ο κ. Χατζηδάκης εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι θα είναι στο επίκεντρο της συζήτησης, χωρίς να είναι σαφές αν υπάρχει περιθώριο διαφοροποίησης των κυβερνητικών αποφάσεων που παρουσίασε στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Πάντως, από την πλευρά της Ένωσης Τραπεζών έχει τονισθεί κατ' επανάληψη τους τελευταίους μήνες, με αναλυτικές ανακοινώσεις, ότι το περιθώριο επιτοκίου δεν είναι υπερβολικό, εάν ληφθεί υπόψη όχι το μέσο επιτόκιο όλων των νέων καταθέσεων που λαμβάνουν υπόψη η ΤτΕ και η ΕΚΤ, αλλά το πολύ υψηλότερο επιτόκιο στις προθεσμιακές καταθέσεις, που φθάνει και το 1,70% για διάρκειες κατάθεσης μέχρι δύο έτη.

Ειδικότερα, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι στον μέσο όρο που ανακοινώνεται από την ΤτΕ για τα επιτόκια των καταθέσεων περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις πρώτης ζήτησης (μίας ημέρας), οι οποίες «λόγω των χαρακτηριστικών τους, τιμολογούνται σε όλη την Ευρώπη πολύ χαμηλά, πρακτικά κοντά στο 0%» και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του περιθωρίου επιτοκίου.

Σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια, οι τράπεζες επισημαίνουν ότι οι διαφορές από την ευρωζώνη δεν είναι μεγάλες. Για παράδειγμα, στα στεγαστικά διάρκειας 5 - 10 ετών, στην Ελλάδα το επιτόκιο ήταν 3,96% τον Μάιο και στην ευρωζώνη το μέσο επιτόκιο ήταν 3,65%. Στο σύνολο δανείων των νοικοκυριών, το μέσο επιτόκιο ήταν 3,91% στην Ελλάδα και 3,64% στην ευρωζώνη.

Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι, υπολογίζοντας το spread με βάση τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας, στην Ελλάδα ήταν τον Μάιο για τα στεγαστικά δάνεια 2,26%, έναντι 1,19% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη, ενώ για το σύνολο των δανείων σε ιδιώτες το αντίστοιχο περιθώριο ήταν 2,21% στην Ελλάδα και 1,18% στην ευρωζώνη.

Οι τράπεζες τονίζουν ότι: «Το spread μειώνεται σταδιακά, κυρίως μετά τις αυξήσεις στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης περιορίζεται, τόσο στα επιτόκια των νέων προθεσμιακών καταθέσεων, όσο και στο spread, παρόλο που το κόστος δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές είναι για τις ελληνικές τράπεζες πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζεται στις αποδόσεις πρόσφατων εκδόσεων Ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές, οι οποίες είναι αρκετά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Νώντας Χαλδούπης, businessdaily.gr