Κίνητρα για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων και τη στήριξη τομέων στους οποίους η χώρα διαθέτει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως η φαρμακοβιομηχανία, εξήγγειλε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, την ίδια ώρα που ο ΟΟΣΑ αναδείκνυε, σε έκθεσή του, ως μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας την κυριαρχία των μικρών επιχειρήσεων. Η έκθεση του ΟΟΣΑ αφορούσε τις μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα επισήμαινε ότι ενώ υπάρχει πρόοδος, παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. «Η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη αναπτυξιακή δυναμική, επιβραδύνοντας τη γενική παραγωγικότητα», σημείωνε η έκθεση, παραθέτοντας και σχετικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η παραγωγικότητα της εργασίας (σε ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) είναι 63,4 δολάρια, έναντι 89,1 δολ. κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ και 144,5 δολ. στις 5 χώρες του ΟΟΣΑ με τις καλύτερες επιδόσεις, με βάση στοιχεία του 2022. Στο ίδιο πλαίσιο, η έκθεση διαπίστωνε ανεπαρκείς συνθήκες ανταγωνισμού τιμών σε πολλές αγορές, καθώς και διοικητικά εμπόδια.

Ο υπουργός κ. Χατζηδάκης, σε ομιλία του στο Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο, έδωσε έμφαση ακριβώς στο θέμα αυτό, των μεταρρυθμίσεων, της αναπτυξιακής πολιτικής και της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκέλος της οικονομικής πολιτικής, παράλληλα με τη δημοσιονομική σταθερότητα. «Πρέπει τώρα να αυξήσουμε τις ταχύτητες με τις οποίες κινείται η οικονομία, ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ξανανοίξει η δεύτερη κερκόπορτα της οικονομίας, δηλαδή το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», είπε. «Διότι δεν μπορεί η μελλοντική οικονομική ανάπτυξη να βασίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση. Ούτε είναι βιώσιμο η οικονομία να προχωράει με ανισορροπία ανάμεσα στις εξαγωγές και στις εισαγωγές».παρότι οι εξαγωγές αυξήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και πλησίασαν το 50% του ΑΕΠ, απέχουν ακόμη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε αυτό το πλαίσιο, σημείωσε, η κυβέρνηση θα δώσει έμφαση σε τομείς στους οποίους η Ελλάδα είναι διεθνώς πιο ανταγωνιστική (φαρμακοβιομηχανία, αγροδιατροφικός τομέας, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας), θα εφαρμόσει ισχυρότερα κίνητρα για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων, για στήριξη της καινοτομίας, καθώς και για ενίσχυση των εξαγωγών υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ προβαίνει στις εξής επισημάνεις και συστάσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας:

– Βασική πρόκληση αποτελεί η αργή απονομή της δικαιοσύνης. Προτείνεται να προωθηθούν οι εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών.

– Για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, να αρθούν τα εμπόδια εισόδου σε αγορές και να απλουστευθούν οι χωροταξικοί κανόνες. – Η ψηφιοποίηση του ιδιωτικού τομέα καθυστερεί σε σύγκριση με το Δημόσιο λόγω έλλειψης επενδύσεων, εκπαίδευσης και οργάνωσης, ιδίως στις πολλές μικρές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση, το 61,5% των ελληνικών επιχειρήσεων έχει website, έναντι 78,1% κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ το 2021. Οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης είναι 0,1% του ΑΕΠ, έναντι 0,4% κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ.

– Το ποσοστό της φτώχειας, ιδίως μεταξύ των νέων και των ανέργων, είναι υψηλό.

– Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν μειωθεί, αλλά η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι πιο εξαρτημένη από τον άνθρακα από τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ.

– Να ενισχυθούν οι επιδοτήσεις για ανακαινίσεις παλαιότερων σπιτιών με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας.

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή