Χαμηλώνουν τις εκτιμήσεις τους για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2024 τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και ο ΟΟΣΑ. Η ΤΤΕ προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στο 2,5% για το 2024 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 3%) και ο ΟΟΣΑ στο 2% (αντί 2,4%).

Tην αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη το 2024 προανήγγειλε ο διοικητής της, Γιάννης Στουρνάρας, σε χθεσινή συνέντευξή του στο Politico, καθώς η οικονομία προσγειώνεται μετά την ισχυρή μεταπανδημική ανάκαμψη.

Οι τελευταίες προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας, οι οποίες θα αποτυπωθούν επισήμως στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική τον Δεκέμβριο, τοποθετούν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,4% για φέτος (έναντι προηγούμενης επίσημης πρόβλεψης της τράπεζας για 2,2%) και στο 2,5% για το 2024 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 3%). Ετσι, ευθυγραμμίζεται με τις προβλέψεις των περισσότερων διεθνών οργανισμών, που είναι πιο απαισιόδοξες από τις κυβερνητικές. Η Κομισιόν στις φθινοπωρινές προβλέψεις της εκτιμούσε τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,4% για φέτος και στο 2,2% για το 2024, ενώ χθες ο ΟΟΣΑ χαμήλωσε τον πήχυ του 2024 στο 2%, από 2,4% φέτος (βλ. ρεπορτάζ παρακάτω). Η κυβέρνηση προέβλεψε στον προϋπολογισμό του 2024 που κατέθεσε στη Βουλή ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για φέτος και 2,9% για το 2024.

Παρ’ όλα αυτά, το άρθρο επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει και το 2024 να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τους περισσότερους εταίρους της στη Ζώνη του Ευρώ.

Ο διοικητής αποκάλυψε επίσης στη συνέντευξή του ότι η ΤΤΕ αναθεωρεί ελαφρώς προς τα κάτω τις προβλέψεις του πληθωρισμού για το 2024 και το 2025. Συγκεκριμένα, εκτιμά τώρα ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 3,5% το 2024 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης της τράπεζας για 3,8%) και στο 2,2% το 2025 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 2,3%). Αφήνει αμετάβλητη την πρόβλεψή της για πληθωρισμό φέτος 4,3%. Πιο αισιόδοξη, η κυβέρνηση προβλέπει στον προϋπολογισμό πληθωρισμό 3,9% φέτος και 2,6% το 2024. Η Κομισιόν ήταν κι αυτή πιο αισιόδοξη από την κεντρική τράπεζα στις φθινοπωρινές προβλέψεις της, εκτιμώντας ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2,8% το 2024.

Μιλώντας για τα επιτόκια ο κ. Στουρνάρας, τον οποίο το δημοσίευμα συγκαταλέγει στα κατ’ εξοχήν «περιστέρια» της ΕΚΤ, υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι πιθανό να αρχίσει τη μείωσή τους πριν από το τρίτο τρίμηνο του έτους, άρα αργότερα απ’ ό,τι προεξοφλούν οι αγορές.

«Οι τρέχοντες δείκτες των αγορών, που προεξοφλούν μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο, φαίνονται κάπως αισιόδοξοι», είπε στη συνέντευξη. Ο ίδιος πιθανολογεί ότι η πρώτη μείωση θα γίνει «στα μέσα του επόμενου έτους», αν μέχρι τότε ο πληθωρισμός έχει φτάσει σε επίπεδο ελαφρώς κάτω του 3% και δείχνει τάση μείωσης στο 2%. Ερμηνεύοντας τις δηλώσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο κ. Στουρνάρας είπε: «Η κ. Λαγκάρντ υπονόησε ότι δεν μπορούμε να μειώσουμε τα επιτόκια τα δύο επόμενα τρίμηνα. Αυτό σημαίνει ότι στην αρχή του γ΄ τριμήνου του 2024 ίσως θα μπορούσαμε. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία».

Ταυτόχρονα, ο κ. Στουρνάρας τάχθηκε κατά μιας ενδεχόμενης περαιτέρω αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής με μέσα όπως τη μείωση του χαρτοφυλακίου των ομολόγων που αποκτήθηκαν μέσω του προγράμματος ΡΕΡΡ πριν από το τέλος του 2024, που έχει προαναγγελθεί.

Ο κεντρικός τραπεζίτης υποστήριξε εξάλλου ότι «μέχρι στιγμής πάμε καλά» όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής σύσφιγξης της ΕΚΤ, αφού ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει και δεν έχουν επαληθευθεί τα αρνητικά σενάρια για ύφεση. Παρ’ όλα αυτά εκτιμά ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες. Οπως εξήγησε, όταν τα επιτόκια αυξάνονται ταχύτερα από τους ρυθμούς ανάπτυξης, είναι ένδειξη ότι θα έχουμε πρόβλημα, ιδίως σ’ ένα περιβάλλον συνεχιζόμενων υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων.

Στη συνέντευξή του εξέφρασε επίσης την ανησυχία του για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη και επικαλέστηκε την ελληνική εμπειρία με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 λέγοντας: «Ο λαός επέλεξε μια λύση που δημιούργησε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσε. Μόνο πολύ αργότερα η χώρα συνειδητοποίησε πόσο χρόνο είχε χάσει».

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή