Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας έδωσε μεγάλη ώθηση τα τελευταία χρόνια στην Ελληνική κτηνοτροφία η οποία, όμως, πληρώνει με τη σειρά της το τίμημα των χαμηλών εισοδημάτων και της μειωμένης κατανάλωσης.

Είναι αλήθεια ότι η ανάγκη για επιβίωση έστρεψε αρκετούς νέους ανθρώπους στην εκτροφή ζώων η οποία συνοδεύτηκε σε πολλές περιπτώσεις από επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη της Ελληνικής υπαίθρου. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες της αυξημένης γαλακτοπαραγωγής που συναντάμε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Η υποχώρηση της τιμής του κρέατος, που κατέστησε ασύμφορη την σφαγή με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα γαλακτοφόρα ζώα στα κοπάδια της Ελληνικής κτηνοτροφίας, είναι ένας ακόμα.

Οι συνέπειες λοιπόν της οικονομικής κρίσης αποδεικνύονται καθημερινά οδυνηρές, τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τις τυροκομικές επιχειρήσεις στη χώρα μας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο τρίμηνο του έτους, η κατανάλωση στην αγορά τυροκομικών προϊόντων υποχώρησε κατά 8% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο πριν. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν πάντως η πτώση στην κατανάλωση γάλακτος η οποία αγγίζει το 10%.

Τι θα γίνει τόσο γάλα;

Σύμφωνα με τον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ, τον επίσημο κρατικό φορέα που συλλέγει καθημερινά τα ισοζύγια γάλακτος από 876 Ελληνικές επιχειρήσεις, το γάλα επαρκεί ούτως ή άλλως για την παραγωγή των Π.Ο.Π. Ελληνικών προϊόντων και δεν απαιτούνται εισαγωγές.

Τα επίσημα στοιχεία είναι αδιάψευστα: Μετά το 2012 η ποσότητα του πρόβειου γάλακτος έχει αυξηθεί κατά 29% ενώ μόνο στην τελευταία τριετία 2015-2017 αυξήθηκε κατά 17%.

Αντίστοιχα στο κατσικίσιο γάλα η ποσότητα, στην εξαετία 2012-2017, έχει αυξηθεί κατά 27,5% ενώ μεταξύ 2015-2017 η αύξηση ήταν σε ποσοστό 14%.

Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος καθώς το ίδιο διάστημα οι πωλήσεις της φέτας στην Ελληνική αγορά κατρακυλούσαν διαρκώς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen ο όγκος πωλήσεων της φέτας για την περίοδο 2015-2017 έχει μειωθεί 7% ενώ η πτώση βαίνει αυξανόμενη καθώς στο πρώτο δίμηνο του 2018 έφτασε στο 13% προκαλώντας έντονο προβληματισμό σε όλο το κύκλωμα παραγωγής και μεταποίησης.

Με την επάρκεια γάλακτος σε τέτοια πρωτόγνωρα επίπεδα η αγορά κινείται ουσιαστικά σε κλίμα απόγνωσης, με τους κτηνοτρόφους από τη μία πλευρά να μην ξέρουν τι να κάνουν το γάλα που παράγουν, και τις γαλακτοβιομηχανίες από την άλλη να στοιβάζουν στα ψυγεία τα απούλητα προϊόντα τα οποία, όταν βρίσκουν αγοραστές, φεύγουν από τη ράμπα σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές. Το αποτέλεσμα έχει το ίδιο αρνητικό πρόσημο για όλους.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μικρές και μεσαίες τυροκομικές μονάδες στη Θεσσαλία και στην υπόλοιπη Κεντρική Ελλάδα είναι έτοιμες να παραδώσουν τα κλειδιά στις τράπεζες καθώς δεν υπάρχει ούτε καν στοιχειώδες ενδιαφέρον για να μπορέσουν να πουληθούν.

Έρχονται 700.000 τόνοι το 2018 

Με βάση αυτή την πραγματικότητα ήταν αναμενόμενο οι τιμές να καταρρεύσουν - ειδικά του πρόβειου γάλακτος. Μάλιστα σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αν κατά το 2018 η παραγόμενη ποσότητα του γάλακτος παραληφθεί όλη από τις βιομηχανίες και τα τυροκομεία, θα πλησιάσει τους 700.000 τόνους. Δηλαδή βλέπουμε ακόμα μία αύξηση 10% σε σχέση με το 2017. 

Όμως παραμένει παράδοξο ένα προϊόν όπως το γάλα, που στην Ελλάδα οι τιμές παραγωγού είναι μεγαλύτερες από εκείνες των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, δεν αφήνει ικανοποιημένους ούτε τους κτηνοτρόφους ούτε τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για στρέβλωση η οποία οφείλεται στις αγκυλώσεις και στις ανεπάρκειες της Ελληνικής οικονομίας η οποία, για τους γνωστούς “κομματικούς -πελατειακούς” λόγους, δεν μεταρρυθμίστηκε ποτέ, ώστε να εξυγιανθεί.

Ζ. Η. thessaliaeconomy.gr