Το βλέμμα της στην ενεργοβόρο βιομηχανία της χώρας και στη λήψη μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους που «ροκανίζει» την ανταγωνιστικότητά της στρέφει η κυβέρνηση μετά και τα συνεχή και πιεστικά αιτήματα από πλευράς του κλάδου, που «βλέπει» τους ανταγωνιστές του στην Ευρώπη να ενισχύονται από τις εθνικές τους κυβερνήσεις με σειρά μέτρων και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας να διευρύνεται.

Όπως γράφει η Καθημερινή (Χρύσα Λιάγγου), ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δώσει, σύμφωνα με πληροφορίες, το πράσινο φως στους συναρμόδιους υπουργούς να προχωρήσουν στην έγκριση του μοντέλου που εφάρμοσε η Ιταλία και αποτέλεσε αίτημα της εγχώριας βιομηχανίας. Οι ίδιες πληροφορίες φέρουν τη διυπουργική επιτροπή, υπό την προεδρία του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και τη συμμετοχή των υπουργών Εθνικής Οικονομίας Κυριάκου Πιερρακάκη, Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκου και Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου, να συνεδριάζει τη Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου για να το εγκρίνει.

Ο νέος μηχανισμός μείωσης του ενεργειακού κόστους δεν αφορά άμεσες επιδοτήσεις. Θα λειτουργήσει ως ένα είδος «ενεργειακού δανείου». Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες θα αποκτήσουν πρόσβαση σε ενέργεια από ΑΠΕ που θα τους διαθέτει ο Διαχειριστής Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας (ΔΑΠΕΕΠ) σε σταθερή τιμή για διάρκεια τριών ετών. Οι βιομηχανίες, από την πλευρά τους, θα είναι υποχρεωμένες να κατασκευάσουν ή να χρηματοδοτήσουν νέα έργα ΑΠΕ αυτόνομα ή σε συνεργασία με παραγωγούς και να επιστρέψουν την ενέργεια που θα λάβουν σε διάστημα 20ετίας στην ίδια τιμή. Το μέτρο αναμένεται να παρέχει στήριξη σε περίπου 60 εργοστάσια βιομηχανικής παραγωγής που καταναλώνουν συνολικά ετησίως περί τις 6 TWH και το κόστος εκτιμάται ότι δεν πρόκειται να υπερβεί τα 250 εκατ. κατ’ έτος για την πρώτη τριετία εφαρμογής του.

Η εγχώρια βιομηχανία αναμένει εφαρμογή του μέτρου αναδρομικά από τον Ιούλιο του 2025, ημερομηνία που η Ε.Ε. ενέκρινε τον εν λόγω μηχανισμό με την κωδική ονομασία Energy Release 2.0 που εφάρμοσε η Ιταλία, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Κομισιόν, ως συμβατό με τις κρατικές ενισχύσεις.

Οι ιταλικές Αρχές, κατά τη διάρκεια της εκ των υστέρων διερεύνησης του μηχανισμού από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, παρείχαν οικονομικά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η «επιδότηση» της πρώτης τριετίας αντισταθμίζεται πλήρως από την επιστροφή ενέργειας σε βάθος 20ετίας.

Η υιοθέτηση του ιταλικού μοντέλου αναμένεται να προσφέρει σημαντική ανάσα στην ενεργοβόρο βιομηχανία της χώρας, που επιβαρύνεται με σημαντικά υψηλότερο κόστος ενέργειας ακόμη και σε σχέση με τους ανταγωνιστές της στην Ευρώπη, που πληρώνουν δύο και τρεις φορές πάνω την ενέργεια από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Οι τιμές ενέργειας στην Ευρώπη παραμένουν υψηλές, παραδέχθηκε κάνοντας τον απολογισμό της ενεργειακής πολιτικής, με αφορμή την πάροδο ενός έτους από την δημοσιοποίηση της Εκθεσης Ντράγκι, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Παραδέχθηκε επίσης ότι «σε ορισμένα κράτη-μέλη ο ηλεκτρισμός στοιχίζει δύο ή τρεις φορές παραπάνω από ό,τι σε άλλα», κάτι που συνέδεσε με τις ελλείψεις επαρκών διασυνδέσεων αλλά και τη μη αξιοποίηση επαρκώς των υφιστάμενων.

Η Ελλάδα ανήκει σε αυτή την κατηγορία χωρών που οι τιμές ενέργειας είναι διπλάσιες ή και τριπλάσιες από τις τιμές άλλων χωρών της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, καθιστώντας το ζήτημα της μείωσης του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, υπαρξιακό. Το χάσμα ανταγωνιστικότητας διευρύνεται όσο άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. λαμβάνουν μέτρα στήριξης των ενεργοβόρων επιχειρήσεων, δηλώνουν στην «Κ» εκπρόσωποι του κλάδου και επισημαίνουν ότι «είναι επείγουσα ανάγκη η ανάληψη εθνικής πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση του ζητήματος». Αναφέρουν επίσης το παράδειγμα της Τουρκίας, όπου οι τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για το 2025 κυμάνθηκαν κυρίως στα 6070 ευρώ/mwh, με μηδενικές τιμές σε ώρες αιχμής, προσφέροντας στη βιομηχανία σημαντικά χαμηλότερο ενεργειακό κόστος.

Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή κατέγραψε πτώση 0,5% τον Ιούλιο φέτος, την ώρα που στην Ε.Ε.-27 σημειώθηκε αύξηση 1,8%.

thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ της Χρύσας Λιάγγου στην Καθημερινή)