To ζήτημα του ενεργειακού κόστους ένα χρόνο μετά την έκθεση Ντράγκι για το καμπανάκι που χτύπησε σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης εξακολουθεί να είναι άλυτο. Όπως σημειώνει η Καθημερινή (Χρύσα Λιάγγου), οι τιμές ενέργειας στην Ευρώπη παραμένουν υψηλές, παραδέχθηκε κάνοντας τον απολογισμό της ενεργειακής πολιτικής με αφορμή την πάροδο ενός έτους από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Παραδέχθηκε επίσης ότι «σε ορισμένα κράτη-μέλη ο ηλεκτρισμός στοιχίζει δύο ή τρεις φορές παραπάνω από ό,τι σε άλλα», κάτι που συνέδεσε με τις ελλείψεις επαρκών διασυνδέσεων αλλά και τη μη επαρκή αξιοποίηση των υφισταμένων. Η Ελλάδα ανήκει σε αυτή την κατηγορία χωρών, όπου οι τιμές ενέργειας είναι διπλάσιες ή και τριπλάσιες από τις τιμές άλλων χωρών της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης, καθιστώντας το ζήτημα της μείωσης του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρα βιομηχανία, όπως κατ’ επανάληψιν έχουν τονίσει οι φορείς του κλάδου, υπαρξιακό. Πολλά κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία αλλά και η γειτονική Βουλγαρία, δεν περιμένουν την Ε.Ε. για να στηρίξουν τη βιομηχανική παραγωγή τους.

Στην Ελλάδα, έπειτα από συνεχείς πιέσεις του κλάδου, η κυβέρνηση φάνηκε να εγκύπτει στο πρόβλημα και να το θέτει σε προτεραιότητα με μεγάλη καθυστέρηση, όπως προκύπτει από τις προχθεσινές αποκαλύψεις του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου για δύο βιομηχανίες που εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να κατεβάσουν ρολά εάν δεν βρεθεί σύντομα κάποια λύση. «Το κόστος της ενέργειας για κάποιες επιχειρήσεις φθάνει έως και στο 60% του λειτουργικού κόστους. Είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή. Δεχόμαστε μεγάλη πίεση από τους ανταγωνιστές μας στην Τουρκία αλλά και στην Ευρώπη. Δεν σας κρύβω ότι στον ΣΕΒ υπάρχουν ήδη δύο εταιρείες, οι οποίες αντιλαμβάνομαι από τον τρόπο με τον οποίο θέτουν τα θέματα ότι μελετούν να κλείσουν δύο μεγάλα εργοστάσια στην Ελλάδα, αν δεν δοθεί σύντομα κάποια λύση», είπε από το βήμα της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας, όπου κεντρικός ομιλητής ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης. Ερωτηθείς για το τι είδους επιχειρήσεις εννοεί, ο πρόεδρος του ΣΕΒ απάντησε «είναι εταιρείες της βαριάς βιομηχανίας και εταιρείες που θα πονέσει η οικονομία μας αν τις χάσουμε».

Το καμπανάκι που χτύπησε ο πρόεδρος του ΣΕΒ ήρθε μόλις δύο ημέρες μετά την άτυπη διυπουργική για το ενεργειακό κόστος, στην οποία ο ΣΕΒ δεν εισέπραξε την αναμενόμενη ανταπόκριση από την κυβέρνηση στην πρότασή του για την υιοθέτηση του «ιταλικού μοντέλου» που διασφαλίζει χαμηλές τιμές για την ενεργοβόρο βιομηχανία από τις ΑΠΕ για τρία χρόνια έναντι επιστροφής της διαθέσιμης ποσότητας σε διάστημα 20ετίας, στέλνοντας ένα μήνυμα για το επείγον της κατάστασης.

«Η κατεύθυνση που έχει λάβει η βιομηχανία τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα θετική. Και πάντως δεν υπήρξε αποβιομηχάνιση», ήταν η πρώτη απάντηση προς τον πρόεδρο του ΣΕΒ από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος πήρε αμέσως μετά τον λόγο ως κεντρικός ομιλητής στη γενική συνέλευση του ΣΒΣΕ. Η αύξηση των βιομηχανικών επενδύσεων, των εξαγωγών και της απασχόλησης στη βιομηχανία διαψεύδει όσους ισχυρίζονται πως η Ελλάδα «δεν παράγει ούτε καρφίτσα» και αποδεικνύει πως το παραγωγικό μοντέλο μας σταδιακά διαφοροποιείται, είπε ο κ. Χατζηδάκης και παρουσίασε μια σειρά από στοιχεία, καθώς και τις φορολογικές, ασφαλιστικές και άλλες κυβερνητικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. «Για εμάς δεν υπάρχει μόνο βιομηχανία, αλλά συνολικά η επιχειρηματικότητα, με έμφαση προφανώς σε εκείνους που πλήττονται περισσότερο επειδή είναι ενεργοβόροι», τόνισε επίσης, δίνοντας το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η κυβέρνηση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στις επιχειρήσεις. Σημείωσε επίσης ότι το ζήτημα του ενεργειακού κόστους περνάει μέσα από την ενίσχυση των δικτύων, τόσο εσωτερικά όσο και των διεθνών διασυνδέσεων, την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς και τις παρεμβάσεις που πρέπει να κάνει η πολιτεία στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της για τη στήριξη της βιομηχανίας και της επιχειρηματικότητας.

Σε ό,τι αφορά πάντως το «ιταλικό μοντέλο», ανοιχτά υπέρ τάχθηκε χθες ο υπουργός Ανάπτυξης Τάξης Θεοδωρικάκος ανακοινώνοντας μάλιστα ότι θα υπάρξει νέα σύσκεψη την επόμενη εβδομάδα. «Η βιομηχανία είναι βασικός πυλώνας για το νέο παραγωγικό μοντέλο που υλοποιούμε. Το πιο σοβαρό πρόβλημα της ελληνικής βιομηχανίας είναι το ενεργειακό κόστος, ειδικά για τις ενεργοβόρες μονάδες. Καμία επιχείρηση δεν πρέπει να κλείσει λόγω του ενεργειακού κόστους – πρέπει να στηρίξουμε τη βιομηχανία μας», είπε ο κ. Θεοδωρικάκος σημειώνοντας ότι οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από τον πρωθυπουργό.

thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ της Χρύσας Λιάγγου, Καθημερινή)