Στη διάρκεια της εβδομάδας κι ενώ η λαίλαπα των πυρκαγιών άφηνε πίσω της κατεστραμμένα δάση, χωριά και σπίτια, και τα ΜΜΕ έδιναν διαρκώς οδηγίες για την προστασία των πολιτών από τον καύσωνα, δόθηκε στη δημοσιότητα έρευνα σύμφωνα με την οποία πλήττεται από τον καύσωνα η λεγόμενη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, όπως είθισται πλέον να χαρακτηρίζεται ο τουρισμός. Ο λόγος για έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ταξιδίων σχετική όχι μόνον με τη χώρα μας, αλλά γενικότερα με τις μεσογειακές χώρες, που όπως προκύπτει αρχίζουν να χάνουν την αίγλη τους ως τουριστικοί προορισμοί όταν πρόκειται για τους ζεστούς μήνες. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, οι επίδοξοι επισκέπτες των μεσογειακών χωρών είναι κατά 10% λιγότεροι και μάλιστα όχι μόνον για τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού, αλλά για όλη τη ζεστή περίοδο από τον Ιούνιο μέχρι τον Νοέμβριο. Η έρευνα είναι εμπεριστατωμένη, με μαρτυρίες ταξιδιωτών από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά που συνήθιζαν να ταξιδεύουν το καλοκαίρι στις θερμές χώρες του Νότου για τις διακοπές τους αλλά σκέπτονται πλέον να παραθερίζουν σε δροσερές περιοχές της χώρας τους.

Δεν είναι η μόνη έρευνα που εντοπίζει τις επιπτώσεις του καύσωνα στις οικονομίες, ούτε ο τουρισμός είναι ο μοναδικός τομέας που αποδεικνύεται επιρρεπής στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Προκύπτει από έρευνες ακαδημαϊκών φορέων πως οι υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες κάμπτουν σημαντικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων, μειώνουν τον ρυθμό ανάπτυξης, πλήττουν την αγροτική παραγωγή, προκαλούν υπερκατανάλωση ενέργειας, δημιουργούν προβλήματα στη ναυσιπλοΐα και στο διεθνές εμπόριο διά θαλάσσης και φέρνουν ακόμη και τα συστήματα υγείας στα όριά τους. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Dartmouth που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Science Advances υπολογίζει πως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι ακραίοι καύσωνες είχαν ήδη κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία τουλάχιστον 16 τρισ. δολ. Πιθανολογεί, έτσι, πως το κόστος ίσως έχει φτάσει σήμερα έως και στα 29,3 τρισ. δολ. Δεν πρόκειται για έναν θεωρητικό υπολογισμό, αλλά για ένα άθροισμα που προκύπτει από τις επιπτώσεις των ακραία υψηλών θερμοκρασιών στην παραγωγικότητα των εργαζομένων, στην αγροτική παραγωγή και στην ανθρώπινη υγεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα συστήματα υγείας. Και η δυσοίωνη επωδός που πλέον τείνει να συνοδεύει σχεδόν κάθε έρευνα, ανεξαρτήτως αντικειμένου, «οι φτωχότεροι του κόσμου και οι χώρες που εκπέμπουν τα λιγότερα καυσαέρια πλήττονται και υποφέρουν περισσότερο». Ειδικότερα η έρευνα διαπίστωσε πως η οικονομική ζημία που προκαλεί ο καύσωνας στις πλουσιότερες γεωγραφικές περιοχές περιορίζεται κατά μέσον όρο στο 1,5% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους, αλλά στις περιοχές χαμηλού εισοδήματος φτάνει στο 6,7% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Η παραγωγικότητα των εργαζομένων μειώνεται σημαντικά όταν πρόκειται για εργασίες που απαιτούν δραστηριότητα σε εξωτερικούς χώρους, οπότε και οι επιπτώσεις από τις υψηλές θερμοκρασίες στις ανθρώπινες αντοχές είναι σαφώς μεγαλύτερες. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Μηχανολόγων (IMECHE) κατέγραψε συγκεκριμένα επαγγέλματα που πλήττονται άμεσα από την άνοδο της θερμοκρασίας. Οπως καταγράφει η εν λόγω έρευνα, οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες, όπως και στον κλάδο των κατασκευών, εργάζονται λιγότερες ώρες όταν η θερμοκρασία είναι υψηλή, αλλά σε μικρότερο βαθμό μειώνεται και η απόδοση εργαζομένων σε κλειστούς χώρους, όπως το λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

Στερεύουν τα ποτάμια, πλήττοντας ενέργεια και μεταφορές

Από τις πλέον ανησυχητικές επιπτώσεις των υψηλών θερμοκρασιών και της συνεπακόλουθης ξηρασίας είναι η πτώση του επιπέδου των υδάτων στους ποταμούς της Ευρώπης. Η πτώση των υδάτων έχει πολυσχιδείς επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς επηρεάζει πολλούς και διάφορους κλάδους. Πρώτος και κύριος που πλήττεται είναι το διεθνές εμπόριο. Οταν έχουν υποχωρήσει σημαντικά τα νερά δυσχεραίνεται ή μπορεί ακόμη και να καταστεί αδύνατη η διέλευση πλοίων που μεταφέρουν εμπορικά φορτία και αντιπροσωπεύουν σημαντική μερίδα του παγκόσμιου εμπορίου.

Την τελευταία πενταετία περίπου ηχεί ως κώδωνας κινδύνου η υποχώρηση του επιπέδου των υδάτων στον Ρήνο, τη σημαντικότερη υδάτινη οδό που συνδέει τις βιομηχανικές ζώνες της Ελβετίας, της Γερμανίας και της Δανίας. Το ύψος των νερών του Ρήνου βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί από τη δεκαετία του 1970, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Gavekal Research. Οπως υπογραμμίζει η εν λόγω εταιρεία, αυτό συνεπάγεται «ουσιαστικά μειωμένη κίνηση εμπορευμάτων, περιστασιακά κυκλοφοριακή συμφόρηση και κατά συνέπεια άνοδο των ναύλων και του κόστους παράδοσης των προϊόντων». Μιλώντας με αμιγώς οικονομικούς όρους, τα τελευταία σχετικά στοιχεία αφορούν το 2018, όταν η υποχώρηση του νερού ήταν μικρότερη σε σύγκριση με την τελευταία διετία. Και όμως τότε το δεύτερο εξάμηνο του έτους μειώθηκε η παραγωγή των φαρμακοβιομηχανιών και των χημικών βιομηχανιών κατά 15%.

Παράλληλα, η μείωση του όγκου των υδάτων σημαίνει πως θα παράγεται λιγότερη υδροηλεκτρική ενέργεια. Τα τελευταία στοιχεία καταδεικνύουν πράγματι πως η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα από τα συνήθη σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία. Το ίδιο ισχύει και για τη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και για τις πυρηνικές μονάδες της Ευρώπης, καθώς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την επάρκεια νερού για την απαιτούμενη ψύξη τους. Οπως υπογραμμίζουν στελέχη της Gavekal Research, κάθε ένα από αυτά τα προβλήματα φαίνεται θεωρητικά διαχειρίσιμο όταν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο του. Δεν ισχύει όμως το ίδιο όταν συντρέχουν όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί και μάλιστα σε μια ούτως ή άλλως αρνητική συγκυρία, που στοιχειοθετούν τα προβλήματα στην προσφορά και η ενεργειακή κρίση. Πέραν όλων αυτών, ακαδημαϊκοί και φορείς που μελετούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη καταγράφουν και άλλες επιπτώσεις λιγότερο ευδιάκριτες, αλλά ενδεχομένως εξίσου σημαντικές. Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να επηρεάσουν ή και να καταστρέψουν υποδομές που έχουν κατασκευαστεί χωρίς πρόβλεψη για την προστασία τους από τη ζέστη. Ενδεικτικό ένα συμβάν το 2021, όταν οι ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες στο Λούτον, μια πόλη 30 χλμ. βόρεια του Λονδίνου, είχαν σαν αποτέλεσμα να λιώσει έναε διάδρομος του αεροδρομίου, εμποδίζοντας την εκτέλεση των πτήσεων για πολλές ώρες.

Ρουμπίνη Σπαθή, Καθημερινή