Με την «όπισθεν» κινείται πλέον το σύνολο της αγοράς κατοικίας, καθώς, εκτός από τις τιμές πώλησης, πτωτική τροχιά έχουν αρχίσει να διαγράφουν πλέον και οι αντιπαροχές οικοπέδων για την ανέγερση νέων συγκροτημάτων. Πρόκειται για έναν από τους τομείς όπου τους τελευταίους μήνες είχαν αρχίσει να καταγράφονται οι πρώτες δειλές αυξήσεις, ως αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης από την πλευρά των κατασκευαστών, ιδίως σε περιοχές υψηλής ζήτησης, είτε από εγχώριους είτε από ξένους αγοραστές.

Οπως αναφέρει στην «Καθημερινή» ο Δημήτρης Καψιμάλης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Κατασκευαστών Κτιρίων Ελλάδος, «ήδη αρκετοί κατασκευαστές έχουν σπεύσει να μειώσουν τις ζητούμενες τιμές πώλησης νεόδμητων κατά 10% κατά μέσον όρο, προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω κάποιες πωλήσεις φέτος και να έχουν την απαιτούμενη ρευστότητα για να επανεπενδύσουν κάποια κεφάλαια από το 2021 και μετά, όταν εκτιμάται ότι θα είναι εφικτή η επιστροφή περισσότερων ενδιαφερόμενων αγοραστών».

Ταυτόχρονα, έχουν περιορίσει τις νέες επενδύσεις για την ανάπτυξη κατοικιών, πιέζοντας αντίστοιχα και την αγορά οικοπέδων και την αντιπαροχή. «Ενα οικόπεδο, το οποίο με την αντιπαροχή του φάνταζε ευκαιρία πριν από τον κορωνοϊό, σήμερα φαντάζει ακριβό», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καψιμάλης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η αβεβαιότητα είναι πλέον το κυρίαρχο στοιχείο στην αγορά ακινήτων, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι να προτιμούν να τηρήσουν στάση αναμονής.

Ως εκ τούτου, τα ποσοστά των αντιπαροχών, τα οποία μόλις είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν, οδεύουν εκ νέου προς τα κάτω. Σε σχετική ετήσια έρευνα για την αγορά οικοπέδων στην Αττική, η Geoaxis Property & Valuation Services, εταιρεία πιστοποιημένων εκτιμητών, αναφέρει ότι «η έλλειψη οποιασδήποτε δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο στα χρόνια της κρίσης είχε οδηγήσει στην απαξίωση/συρρίκνωση του θεσμού της αντιπαροχής. Οι ιδιοκτήτες αδυνατούσαν να επιτύχουν τα επιθυμητά ποσοστά και οι κατασκευαστές δεν εκδήλωναν έντονο ενδιαφέρον για αντιπαροχές, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη μεγάλη δυσκολία διάθεσης των ακινήτων».

Η κατάσταση αυτή είχε διατηρηθεί έως και το 2019, με τα ποσοστά αντιπαροχών να κινούνται πέριξ του 30%-35% κατά μέσον όρο, από 45%-55%, ή και ακόμα παραπάνω τα χρόνια πριν από την κρίση και κυρίως προ 2005, όταν καταγράφηκε σωρεία συμφωνητικών αντιπαροχής.

Αυτό είχε συμβεί στην προσπάθεια των κατασκευαστών να εξασφαλίσουν οικόπεδα ενόψει της τότε επιβολής ΦΠΑ 24% στις νεόδμητες κατασκευές από την 1η Ιανουαρίου του 2006 και μετά. «Ουσιαστικά, ο οικοπεδούχος θα πάρει σήμερα τουλάχιστον ένα διαμέρισμα λιγότερο σχεδόν σε κάθε περίπτωση οικοπέδου μεγαλύτερου των 1.000 τ.μ. σε σχέση με τα χρόνια πριν από την κρίση», επισημαίνει ο Γιάννης Ξυλάς, ιδρυτής της Geoaxis.

Οπως τονίζει, το 2020 θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την αύξηση των ποσοστών της αντιπαροχής (ήδη, άλλωστε, είχαν αρχίσει να καταγράφονται τα πρώτα δείγματα ανόδου), καθώς ανοδικά κινούνταν πλέον και οι τιμές των οικοπέδων, έπειτα από αρκετά χρόνια. Η πανδημία και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση αναμένεται, όμως, να λειτουργήσουν ανασταλτικά.

«Μέχρι και τις αρχές Μαρτίου ήμουν σε διαπραγματεύσεις για την αγορά κάποιων οικοπέδων στα βόρεια προάστια με αντιπαροχή της τάξεως του 38%. Με τα μέτρα που ελήφθησαν, δεν προλάβαμε να κάνουμε τα συμβόλαια και στη συνέχεια αποφασίσαμε να αναστείλουμε τις σχετικές επενδύσεις», σημειώνει ο κ. Καψιμάλης. «Τις προηγούμενες ημέρες, οι οικοπεδούχοι μάς προσέγγισαν εκ νέου, προσφέροντάς μας χαμηλότερα ποσοστά της τάξεως του 30%-33%, ωστόσο, ακόμα κι έτσι, προτιμούμε να αποφύγουμε στην παρούσα φάση μια νέα επένδυση ανέγερσης, καθώς η ρευστότητά μας είναι πιο πολύτιμη», τονίζει χαρακτηριστικά.

Σε ανάλογες κινήσεις έχουν προχωρήσει το τελευταίο τρίμηνο και άλλοι κατασκευαστές, καταδεικνύοντας την αλλαγή στάσης, η οποία, όπως γίνεται αντιληπτό, θα έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην πορεία της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.

Αναστέλλουν τις επενδύσεις οι κατασκευαστές

Ενόψει της νέας πραγματικότητας που διαμορφώνεται, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του έτους, στην αγορά κατοικίας, ήδη οι οικοδομικές επιχειρήσεις προχωρούν σε αναθεώρηση του επενδυτικού τους πλάνου αλλά και των ζητούμενων τιμών.

«Πριν από λίγες ημέρες, είχαμε μια συνάντηση εκπρόσωποι 40 διαφορετικών εταιρειών ανά την επικράτεια και η κοινή συνισταμένη ήταν να μην προχωρήσουμε σε νέες ανεγέρσεις οικοδομών, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο», αναφέρει
ο κ. Καψιμάλης.

Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει, πλέον υπάρχει ειλημμένη απόφαση από τουλάχιστον 40 οικοδομικές επιχειρήσεις να αναστείλουν κάθε νέα επένδυση, μέχρις ότου υπάρξει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το πού βρίσκεται η ζήτηση.

«Σήμερα, έχουμε χάσει και τους πελάτες από το εξωτερικό, αλλά και εκείνους από την εγχώρια αγορά, επομένως η κατασκευή μιας νέας οικοδομής, π.χ. στα νότια προάστια με εργολαβικό κόστος της τάξεως των 3-4 εκατ. ευρώ, θα ήταν παράτολμη κίνηση. Ετσι, αποφασίσαμε να αναστείλουμε τυχόν νέες επενδύσεις, μέχρι νεωτέρας», τονίζει ο κ. Καψιμάλης.

Για παράδειγμα, σημεία στα νότια προάστια που απολάμβαναν σημαντικό αγοραστικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό, πλέον δεν μπορούν να προσελκύσουν νέους ενδιαφερόμενους, τουλάχιστον έως ότου αποκατασταθούν πλήρως οι αεροπορικές
μεταφορές.

Επιπλέον, μία από τις βασικές ανησυχίες των εταιρειών του κλάδου, πέραν της ύφεσης και της διάρκειάς της, είναι ασφαλώς το ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού, το οποίο θεωρούν ότι θα γεννούσε επιπλέον αρνητική ψυχολογία στους υποψήφιους αγοραστές και θα παρέτεινε την αβεβαιότητα και την αναβολή λήψης αποφάσεων ζωής, όπως είναι η απόκτηση μιας κατοικίας. 

Σε σχετική έρευνα αγοράς μεταξύ 2.600 επισκεπτών του ηλεκτρονικού δικτύου αγγελιών ακινήτων Spitogatos, προκύπτει ότι υπάρχει αύξηση του ενδιαφέροντος για απόκτηση ακινήτων στην Ελλάδα. Για τον μήνα Μάιο, η άνοδος αυτή ήταν της τάξεως του 30% σε ετήσια βάση.

Η μεγαλύτερη ζήτηση εντοπίζεται σε περιοχές όπως η Γλυφάδα, η Πάρος, η Σαντορίνη, η Ρόδος, η Θεσσαλονίκη, η περιοχή Κασσάνδρα στη Χαλκιδική, η ευρύτερη περιοχή που συμπεριλαμβάνει το Κολωνάκι και τον Λυκαβηττό, η Μύκονος, η Καβάλα και η Σιθωνία Χαλκιδικής.

Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι και το γεγονός ότι μόνο το 17% των χρηστών τείνει προς το να αναβάλει την απόφασή του, ενώ το υπόλοιπο 83% που συνεχίζει ενεργά την αναζήτηση, κατανέμεται κυρίως μεταξύ εκείνων που ανησυχούν, αλλά δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν την ιδέα (24%), και εκείνων που αισθάνονται πιο αισιόδοξοι και συνεχίζουν την αναζήτηση (44%).

Νίκος Ρουσάνογλου Καθημερινή