
Η κλιματική αλλαγή μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια έως 16 δισ. ευρώ ετησίως από το ΑΕΠ και 327.000 θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, εκτιμά σε μελέτη του το ΙΟΒΕ, σημειώνοντας, παράλληλα, πως η Ελλάδα δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων.
Παρά το µεγάλο δυνητικό κόστος που µπορεί να έχει η κλιµατική αλλαγή, όχι µόνο στην οικονοµία αλλά ακόµη και στην υγεία µας, η Ελλάδα µέχρι στιγµής είναι λίγο έως πολύ απροετοίµαστη να αντιµετωπίσει τις επιπτώσεις της. Μάλιστα στο ακραίο κλιµατικό σενάριο, δηλαδή σε περίπτωση που η χώρα δεν λάβει καθόλου µέτρα για την αντιµετώπισή της, το διαθέσιµο εισόδηµα µπορεί να µειωθεί κατά 10%, οι καταναλωτικές συνήθειες να αλλάξουν, ενώ το ΑΕΠ µπορεί να περιοριστεί έως και 16 δισ. ευρώ ετησίως.
Οι ευκαιρίες
Παράλληλα, εκτιµάται ότι θα χαθούν 327.000 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αυτά είναι µερικά από τα ευρήµατα µελετών του ΙΟΒΕ µε τίτλο «Εκτίµηση των επιδράσεων της κλιµατικής αλλαγής σε 6 επιλεγµένους τοµείς υψηλής σηµασίας για την ελληνική οικονοµία», όπως ο πρωτογενής τοµέας, η βιοµηχανία, ο χρηµατοπιστωτικός τοµέας, τα νοικοκυριά, η επιχειρηµατικότητα αλλά και ο τουρισµός. Βέβαια παρά το κόστος, το ΙΟΒΕ διακρίνει ευκαιρίες, ειδικά σε κλάδους όπως ο τουρισµός αλλά και η επιχειρηµατικότητα.
«Η ιδέα είναι ότι µπορείς να αναστρέψεις και να κερδίσεις, εκµεταλλευόµενος ευκαιρίες, αλλά υπάρχουν παρεµβάσεις που δεν πρέπει να καθυστερήσουν», σηµείωσε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο χθεσινής συνέντευξης Τύπου. «Ως προς τον τουρισµό είµαστε µία χώρα που τα τελευταία χρόνια επεκτείνει και βαθαίνει το τουριστικό της προϊόν, πλην όµως, σε σχέση µε άλλες χώρες, εξακολουθεί να είναι περισσότερο ένα καλοκαιρινό προϊόν. Εκεί η πρόκληση είναι τεράστια, όπως και η ευκαιρία. Στην πρωτογενή παραγωγή είµαστε πιο κοντά στο µηδέν παρά στο επιθυµητό όσον αφορά την ενσωµάτωση της τεχνολογίας», επεσήµανε µεταξύ άλλων ο κ. Βέττας.
Στην 5η χαµηλότερη θέση µεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. κατατάσσεται η Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις της στον κλάδο της «οικοκαινοτοµίας», δηλαδή στην ανάπτυξη πράσινων λύσεων που περιορίζουν και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο.
«Η ελληνική οικονοµία παράγει ένα αρκετά ικανό µέγεθος ιδεών, όπως αυτές φαίνονται στις σχετικές ακαδηµαϊκές δηµοσιεύσεις, ωστόσο είναι µικρό το νούµερο αυτών των ιδεών που φτάνει να αξιοποιηθεί εµπορικά», επεσήµανε από την πλευρά του ο Ηλίας Ντεµιάν, επικεφαλής τµήµατος περιβαλλοντικών οικονοµικών στο ΙΟΒΕ. Πάγια προβλήµατα που στέκονται εµπόδιο στην ανάπτυξη της πράσινης επιχειρηµατικότητας, αποτελούν η γραφειοκρατία αλλά και η εξασφάλιση επαρκούς χρηµατοδότησης. Σύµφωνα µε τη µελέτη, ο τουρισµός που συµβάλλει κατά περίπου 18% στο ΑΕΠ της χώρας, δηµιουργώντας περισσότερες από 800.000 άµεσες και έµµεσες θέσεις εργασίας, επηρεάζεται σηµαντικά από τη «θερµική δυσφορία» λόγω αύξησης της θερµοκρασίας. Ετσι, µε δεδοµένο πως η θερινή ζήτηση σε παραδοσιακούς προορισµούς αναµένεται να συρρικνωθεί λόγω ακραίων θερµοκρασιών, η µελέτη εκτιµά πιθανές απώλειες µέχρι 2,2 δισ. ευρώ και απώλεια 38.000 θέσεων πλήρους απασχόλησης ετησίως. Ωστόσο, εάν επεκταθεί η τουριστική περίοδος και αναπτυχθούν εναλλακτικές µορφές τουρισµού, οι απώλειες µπορούν να αντισταθµιστούν και το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 228 εκατ. Παράλληλα, εάν αυτό επιτευχθεί, προβλέπεται αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 6,6 χιλ. ετησίως. Οπως αναφέρθηκε και κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, κρίνεται απαραίτητη η θεσµοθέτηση υποχρεωτικής εκτίµησης της τουριστικής φέρουσας ικανότητας, αλλά και η ανάπτυξη βιώσιµων υποδοµών.
Ο πρωτογενής τοµέας
Σηµαντικές απώλειες έχει ήδη καταγράψει ο πρωτογενής τοµέας, µε αποκορύφωµα τις καταστροφικές πληµµύρες «Daniel», εξαιτίας των οποίων έως και 10% των αγροτικών εκµεταλλεύσεων ενδέχεται να µην επιστρέψουν στην παραγωγή. Μάλιστα, σύµφωνα µε τη µελέτη, η καταστροφή αυτή αναµένεται να προκαλέσει απώλειες άνω του 1,4 δισ. ευρώ στην τριετία και απώλεια 58.000 θέσεων εργασίας. Ετσι, η απώλεια παραγωγικής ικανότητας επηρεάζει άµεσα την εθνική διατροφική επάρκεια, ενισχύοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και δηµιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις στις τιµές βασικών αγαθών.
Μείωση εισοδήµατος
«Τα νοικοκυριά που είναι πιο ευάλωτα είναι αυτά που έχουν και λιγότερο διαθέσιµο εισόδηµα», επισηµαίνει ο κ. Ντεµιάν όταν η µελέτη εστιάζει στην επίδραση της κλιµατικής αλλαγής στα νοικοκυριά. Οι δυνητικές επιπτώσεις της, σε αυτή την περίπτωση, είναι πολλαπλές: µείωση διαθέσιµου εισοδήµατος, αύξηση ανελαστικών δαπανών, ενίσχυση της ενεργειακής φτώχειας και µετατόπιση της κατανάλωσης σε άλλους κλάδους. Την ίδια ώρα, η µελέτη εντοπίζει ένα σηµαντικό ασφαλιστικό κενό έναντι των φυσικών καταστροφών, τη στιγµή που µόλις πέρυσι καταγράφηκαν 4 δισ. ζηµιές από κλιµατικές καταστροφές έναντι 1 δισ. τη χρονιά που προηγήθηκε. Ετσι, παρά την αύξηση προσφοράς προϊόντων, το ΙΟΒΕ επισηµαίνει πως η ασφαλιστική κάλυψη παραµένει εξαιρετικά χαµηλή, µε µόλις το 3% των συνολικών ζηµιών να καλύπτεται µέσω ιδιωτικής ασφάλισης. Αντιθέτως, τα αντίστοιχα ποσοστά σε άλλες χώρες, µε µικρότερη έκθεση σε φυσικές καταστροφές, υπερβαίνουν το 70%, όπως στην Ισλανδία και στη Νορβηγία.
Τέλος, η πράσινη µετάβαση συνιστά, σύµφωνα µε τη µελέτη, µεγάλη πρόκληση αλλά και ευκαιρία για συγκεκριµένους βιοµηχανικούς τοµείς.
Δέσποινα Κόντη, Καθημερινή