Ένα ιδιότυπο μπραντεφέρ εξελίσσεται από το 2022 στην ελληνική αγορά: τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εναντίον των επωνύμων προϊόντων. Από τον περασμένο Απρίλιο, όταν άρχισε να γίνεται εμφανής η κόπωση – αρχικά – της καταναλωτικής δαπάνης και εν συνεχεία η συρρίκνωση της, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας επανήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο.

Η τιμή έγινε το κύριο κριτήριο επιλογής για τους περισσότερους καταναλωτές και προϊόντος του χρόνου άρχισαν και πάλι να γίνονται αποδεκτά στην προτίμηση του τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Η διαφορά τιμής μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι μεγάλη: ένα επώνυμο προϊόν είναι περίπου 80% με 100% ακριβότερο από το αντίστοιχο ιδιωτικής ετικέτας. Έτσι λοιπόν, η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης λειτούργησε –και συνεχίζει να λειτουργεί– σαν «θερμοκήπιο» για την ανάπτυξη τους.

Πηγές της αγοράς θεωρούν ότι ένα νέο τοπίο αρχίζει να διαμορφώνεται κατ' ανάγκη στις καταναλωτικές συνήθειες, το οποίο όπως είναι αναμενόμενο δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την παραγωγή των επωνύμων προϊόντων. Στη διάρκεια του 2022, χωρίς να συνυπολογίζεται η Lidl, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας ανήλθε στο 16,2% έναντι 14,9% στη διάρκεια του 2021.

Πέρυσι δηλαδή τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας κέρδισαν σε πωλήσεις περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ επιπλέον του 2021. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα των εταιρειών επωνύμων προϊόντων, πολυεθνικών και εγχώριας παραγωγής έχασε αυτές τις πωλήσεις. Μάλιστα, οι υπάρχουσες εκτιμήσεις για το 2023 κάνουν λόγο για μερίδιο περί το 18%, δηλαδή εφέτος η αγορά αναφορικά με τις πωλήσεις των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας πρόκειται να επιστρέψει στο ... 2015, οκτώ χρόνια πίσω. Εκείνη τη χρονιά, εν μέσω της κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είχε ανέλθει στο 18%.

Και τούτο διότι όλες οι προγνώσεις κάνουν λόγο για μία δύσκολη διετία –το 2023 και το 2024 -τουλάχιστον! Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον που όλο και περισσότεροι καταναλωτές έχουν ως κριτήριο για την αγορά  ενός προϊόντος την τιμή του και με την «πιστότητα της μπράντας» να καταρρέει, η κατάσταση γίνεται πάρα πολύ δύσκολη για πολλές παραγωγικές επιχειρήσεις.

Έτσι πίσω από την αύξηση του μεριδίου των pl και λόγω αυτής της αύξησης, πρόκειται να προκληθούν σοβαρές αναταράξεις. Είναι προφανές ότι πλήττονται οι θυγατρικές των πολυεθνικών ομίλων που λειτουργούν στην ελληνική αγορά, όμως αυτές έχουν την οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τα μερίδια τους, είτε διαφημιστικά, είτε με ισχυρές προφορές και να ανακτήσουν σε σχετικά σύντομο χρόνο τα μερίδια τους.

Αντιθέτως στην πιο δυσμενή θέση βρίσκονται οι ελληνικές επιχειρήσεις που παράγουν επώνυμα προϊόντα. Η πίεση που τους ασκείται από την κατάσταση που διαμορφώνεται στην αγορά είναι πολύ ισχυρή. Και το «καλάθι του νοικοκυριού» με τον ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, λειτουργεί ως «επιταχυντής» αυτή της τάσης.

Κι είναι αυτός ο λόγος που πολλοί επιχειρηματίες μόνο καλά λόγια δεν έχουν να πουν για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων -πόσο μάλλον που από το 2015 ως και το 2021 το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας συρρικνωνόταν χρόνο με τον χρόνο. Και το γεγονός ότι οι ίδιες οι βιομηχανίες ζήτησαν από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου την υποχρεωτική συμμετοχή ενός τουλάχιστον επωνύμου προϊόντος σε κάθε κάθε κατηγορία που περιλαμβάνεται στο «καλάθι του νοικοκυριού», δείχνει και το μέγεθος της απόγνωσης.

Όπως έλεγε, μάλιστα, μιλώντας προς το BD επιχειρηματίας με θεσμική ιδιότητα «το μόνο που μας απομένει είναι μειώσουμε όσο γίνεται την κερδοφορία μας και βλέπουμε»!

Δημήτρης Χαροντάκης, businessdaily.gr