Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει λειτουργήσει, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ως η στέγη της πιο ελεύθερης, προοδευτικής και δημιουργικής σκέψης, έρευνας και διδασκαλίας.

Προσωπικά, είμαι ευγνώμων τόσο στο δημόσιο πανεπιστήμιο όσο και στο δημόσιο σχολείο, από το οποία αποφοίτησα.

Όμως, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει. Πάσχει από τη νόσο που συγχέει το «δημόσιο» με το «κρατικοδίαιτο» και το «δωρεάν» με την ισοπεδωτική έλλειψη αξιολόγησης και λογοδοσίας. Πάσχει από χαμηλή παραγωγικότητα, περιορισμένη εξωστρέφεια και ανταγωνιστικότητα. Πάσχει από την εμβαλωματική λογική και τη συσσώρευση αποσπασματικών λύσεων.

Η τεχνολογία αλλάζει τον κόσμο με ρυθμούς γρηγορότερους από τη δική μας ικανότητα να αντιληφθούμε τις αλλαγές και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ακόμα «καίει κάρβουνο». Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, δεν υποστηρίζεται οικονομικά η εφαρμοσμένη έρευνα και η καινοτομία ενώ εξακολουθεί να θεωρείται κατάρα η διασύνδεση των επιχειρήσεων με τα πανεπιστήμια.

Η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν αποτελεί, βεβαίως, πανάκεια για την επίλυση του προβλήματος της ελληνικής εκπαίδευσης. Ωστόσο, πρέπει να αναθεωρηθεί για να μην χάσει η Ελλάδα το τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη με συνταγματική δέσμευση για το δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων. Το μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952 όριζε ότι τα ΑΕΙ «αυτοδιοικούνται υπό την εποπτείαν του κράτους, οι δε καθηγηταί τούτων είναι δημόσιοι υπάλληλοι» (άρθρο 16 παρ. 4)». Η ρύθμιση αυτή δεν απαγόρευε τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Όπως έκρινε το 1961 το Συμβούλιο της Επικρατείας, η παρ. 4 του άρθρου 16 του Σ. 1952 έπρεπε να εφαρμόζεται «μόνον επί των δημοσίων ΑΕΙ» και όχι επί σχολών που είχαν ιδρυθεί από ιδιώτες, όπως η Πάντειος. 

Η χούντα ήταν εκείνη που πρώτη χαρακτήρισε τα πανεπιστήμια ως «αυτοδιοικούμενα ΝΠΔΔ» (άρθρο 17 παρ. 4 Σ. 1968), με σκοπό τη μη ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ ή ξένων. Αν και με διαφορετικό σκεπτικό η επίμαχη διάταξη –που ισχύει μέχρι σήμερα-υιοθετήθηκε και από την πρώτη μεταδικτατορική Βουλή, δείγμα του έντονου κρατισμού της εποχής.

Όσο δεν αναθεωρείται το αναχρονιστικό άρθρο 16 παρ. 5, η Ελλάδα «κλωτσάει την τύχη της». Χάνει την ευκαιρία μέσω της ανώτατης εκπαίδευσης να πρωταγωνιστήσει στον εκπαιδευτικό χάρτη της Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Τα σοβαρά μη κρατικά πανεπιστήμια δεν είναι κερδοσκοπικοί επιχειρηματικοί οργανισμοί. Το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το ΜΙΤ δεν είναι ιδιωτικά-επιχειρηματικά πανεπιστήμια, είναι ιδρύματα μη κερδοσκοπικά. Για τα αμερικάνικα δεδομένα, είναι δημοσίου ενδιαφέροντος φορείς. Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν παγκοσμίως σοβαροί επενδυτές που βάζουν χρήματα στα πανεπιστήμια με στόχο το κέρδος.

Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων ασφαλώς και θα πρέπει να προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις αδειοδότησης και πιστοποίησης, καθώς και αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης όπως και στα Δημόσια, από ανεξάρτητο φορέα – αρχή. Η σύγκριση και μόνο των μη κερδοσκοπικών με τα δημόσια θα βελτιώσει και την εικόνα των δημοσίων πανεπιστημίων.

Το διεθνές περιβάλλον είναι εξαιρετικά ευνοϊκό για το συγκεκριμένο εγχείρημα, καθώς οι ροές των διεθνών φοιτητών έχουν πενταπλασιαστεί κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες (Από 0,8 εκατ. το 1975 σε 4,5 – 5 εκατ. φοιτητές το 2015).

Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, στην Ελλάδα υπάρχει η δυνατότητα προσέλκυσης 110.000 ξένων φοιτητών και η δυνατότητα δημιουργίας 20.000 θέσεων επιστημονικού και 8.000 διοικητικού προσωπικού.

Η χώρα μας αποτελεί έναν από τους σημαντικούς «εξαγωγείς» φοιτητών σε σύγκριση με τον πληθυσμό κάθε χώρας. Στον αντίποδα, ελάχιστα έχει καταφέρει να προσελκύσει ξένους φοιτητές. Μόλις 1.600 φοιτητές σπουδάζουν στην Ελλάδα, από χώρες μη μέλη της Ε.Ε.

Στη Βρετανία, τη μεγαλύτερη χώρα-εισαγωγέα φοιτητών στην Ευρώπη οι 405.000 ξένοι φοιτητές δαπανούν 17 δις λίρες ετησίως.

Η απροθυμία των ελληνικών ΑΕΙ να διεθνοποιήσουν τα προγράμματά τους σε συνδυασμό με την απουσία μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων, καταδικάζουν την χώρα σε απομόνωση και μόνιμη διαρροή του πιο δυναμικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Η ωφέλεια που θα προέκυπτε για την εθνική οικονομία, αν η χώρα γινόταν διεθνές κέντρο εκπαίδευσης, υπολογίζεται περίπου στο 1 δις ευρώ (!) περίπου.

Η Φινλανδία, στις αρχές του ’90, για να βγει από την οικονομική κρίση και να μειώσει την ανεργία (18%) αποφάσισε να επενδύσει στην έρευνα και στην καινοτομία. Περιόρισε άλλες δαπάνες και αύξησε αυτές για την εκπαίδευση στο 3,5% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο, χτίζοντας σταδιακά το πιο προοδευτικό και αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο.

Στο άρθρο 16 παρ. 5 (η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ΝΠΔΔ ), αλλά και στο άρθρο 16 παρ.2 (αποστολή του κράτους η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης), εντοπίζεται το κλειδί για την συνολική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και κατ’ επέκταση της ελληνικής κοινωνίας.

Η χώρα κινδυνεύει να καθηλωθεί στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλών ειδικοτήτων και χαμηλών μισθών. Εάν διαθέτουμε μια εναλλακτική προγραμματική πρόταση για την περίφημη ανάπτυξη, αυτή ξεκινάει από την παιδεία και τελειώνει στην παιδεία.

*Ο Νίκος Μηλαπίδης είναι Νομικός και Διευθυντής στην Κοινοβουλευτική Ομάδα «Το Ποτάμι».