Στον τοµέα της αγροτικής παραγωγής, όπως και ευρύτερα στις οικονοµίες, παρατηρούνται πολυετείς κύκλοι, εποµένως, αυτό που κάνει κάποιες χώρες να ξεχωρίζουν είναι η δυνατότητά τους να αναλύουν τα δεδοµένα των αγορών και να κατευθύνουν τους συντελεστές της παραγωγής ανάλογα.

Άλλωστε η ίδια η ιστορία δείχνει ότι υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η σηµασία κάποιων αγροτικών προϊόντων υπήρξε καταλυτική των ευρύτερων οικονοµικών εξελίξεων. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα σύκα και η σταφίδα και στις αρχές του 20ου ο καπνός αποτέλεσαν για την Ελλάδα αγροτικά προϊόντα, τα οποία απασχόλησαν ζωηρά το διεθνές εµπόριο.

Το ελληνικό ελαιόλαδο αποτελεί επί µακρόν πόλο έλξης, ενώ στο δεύτερο µισό του περασµένου αιώνα το βαµβάκι ήταν αυτό που κέρδισε χώρο στις καλλιεργήσιµες εκτάσεις της χώρας και θέση στις διεθνείς αγορές. Θα µπορούσε µάλιστα να παρατηρήσει κανείς ότι το βαµβάκι ως καλλιέργεια ήρθε στην Ελλάδα αργά και παραµένει ως σήµερα χάριν των ειδικών ενισχύσεων που απολαµβάνει από τον Κοινοτικό Προϋπολογισµό και την Κοινή Αγροτική Πολιτική. 

Σηµειωτέον ότι το βαµβάκι, ως βιοµηχανικό προϊόν που είναι, είναι ταυτισµένο µε τη λεγόµενη βιοµηχανική εποχή, στήριξε κατά κάποιο τρόπο τη βιοµηχανική ανάπτυξη και δύσκολα θα µπορούσε να θεωρηθεί σήµερα προϊόν αιχµής µε µεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. 

Το ερώτηµα που τίθεται µετ’ επιτάσεως για όσους αντιλαµβάνονται τα µηνύµατα των καιρών είναι… µετά το βαµβάκι τι; Επισήµως θα µπορούσε να πει κανείς ότι τηρείται «σιγήν ιχθύος». Ανεπισήµως ή µάλλον υπογείως σε κάτι «πηγαδάκια» (ιδίως του internet) προβάλλεται η προοπτική της φαρµακευτικής κάνναβης. Μόνο που το θέµα της αγροτικής ανάπτυξης είναι πολύ σοβαρό για να εξαντλείται «υπογείως» στα συντροφικά blog.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο agronews.gr