Τον προσεχή Νοέµβριο θα δηµοσιευθεί η πρώτη έκθεση µεταπρογραµµατικής εποπτείας της Ελλάδας, στην οποία θα βασιστεί η απόφαση του Eurogroup για την τελική δόση των µέτρων ελάφρυνσης του χρέους, περίπου 750 εκατ. ευρώ, αναφέρει η χθεσινή ανακοίνωση της Κοµισιόν, στην οποία αναγγέλλεται επισήµως η έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς ενισχυµένης εποπτείας στις 20 Αυγούστου.

Η έκθεση θα αξιολογήσει βασικά την υλοποίηση των 22 δεσµεύσεων, που έµειναν εκκρεµείς κατά την περίοδο της ενισχυµένης εποπτείας και αποτελούν την «ουρά» της, κατά κάποιον τρόπο, καθώς η χώρα γυρίζει σελίδα και περνάει πλέον στο καθεστώς της απλής µεταπρογραµµατικής εποπτείας. Το καθεστώς, δηλαδή, στο οποίο ανήκουν όλες οι χώρες που µπήκαν σε πρόγραµµα στην περίοδο της κρίσης χρέους (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος). Αυτό προβλέπει παρακολούθηση ανά εξάµηνο, αντί του τριµήνου που ίσχυε στο καθεστώς της ενισχυµένης εποπτείας, όπου µπήκε µόνο η Ελλάδα. Η παρακολούθηση θα συνεχιστεί µέχρι την εξόφληση του 75% του χρέους της χώρας, δηλαδή έως το 2059.

Οι 22 µεταρρυθµίσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν έως τον Νοέµβριο αφορούν τον χρηµατοπιστωτικό τοµέα, τη ∆ικαιοσύνη, την πρωτοβάθµια υγεία, το κτηµατολόγιο, την κωδικοποίηση της εργατικής νοµοθεσίας και την επίτευξη των συµφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσµων οφειλών. Ειδικότερα, για τις τελευταίες προβλέπεται πλήρης εκκαθάριση των συντάξεων και ουσιαστική εκκαθάριση των λοιπών ληξιπρόθεσµων µέχρι το τέλος Αυγούστου. Και πράγµατι στον τοµέα των συντάξεων ο στόχος έχει σχεδόν επιτευχθεί, αφού έχει εκκαθαριστεί το 93% των εκκρεµών αιτήσεων από το 2016 (βλ. «Κ» 4/8/22).

Η πρώτη µεταπρογραµµατική αξιολόγηση από τους θεσµούς, σύµφωνα µε πληροφορίες, αναµένεται να ξεκινήσει στις 11 Οκτωβρίου και είναι προφανές ότι εκτός από τις 22 εκκρεµότητες της ενισχυµένης εποπτείας θα ασχοληθεί και µε τη γενικότερη πορεία της οικονοµίας, ενόψει της κατάθεσης του προσχεδίου προϋπολογισµού στις 3 Οκτωβρίου.

Η χθεσινή µέρα, πάντως, ήταν µέρα συγχαρητηρίων προς την κυβέρνηση και την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

• Οι επιστολές Ντοµπρόβσκις και Τζεντιλόνι.

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν πρόκειται να παρατείνει την ενισχυµένη εποπτεία για την Ελλάδα, όταν αυτή λήξει στις 20 Αυγούστου», ξεκινάει η ανακοίνωση της Κοµισιόν, κηρύσσοντας τη λήξη του ειδικού αυτού καθεστώτος για την Ελλάδα, που διήρκεσε 4 χρόνια, µετά την έξοδο από το µνηµόνιο. Ετσι, η εκκρεµότητα που αποµένει για την ουσιαστική επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα είναι πλέον η απόκτηση της επενδυτικής βαθµίδας, την οποία ο υπουργός Οικονοµικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει θέσει ως στόχο για το 2023.

Για την πρόθεση αυτή της Επιτροπής, που ήταν αναµενόµενη µετά τη σχετική συζήτηση στο Eurogroup της 16ης Ιουνίου, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντοµπρόβσκις και ο επίτροπος Οικονοµικών Πάολο Τζεντιλόνι είχαν ενηµερώσει µε επιστολή τους, στις 2 Αυγούστου, τον κ. Σταϊκούρα, τον οποίο και συνέχαιραν. Στην επιστολή σηµειώνεται ότι «η Ελλάδα έχει εκπληρώσει το µεγαλύτερο µέρος των δεσµεύσεων πολιτικής που ανέλαβε έναντι του Eurogroup κατά την έξοδό της από το πρόγραµµα οικονοµικής προσαρµογής τον Ιούνιο του 2018 και ότι έχει επιτύχει την αποτελεσµατική υλοποίηση των µεταρρυθµίσεων, ακόµη και υπό τις δυσχερείς συνθήκες που επέφεραν η πανδηµία του κορωνοϊού και πιο πρόσφατα η στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.

Ως αποτέλεσµα, η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονοµίας έχει βελτιωθεί ουσιαστικά και έχουν µειωθεί σηµαντικά οι κίνδυνοι δευτερογενών επιπτώσεων για την οικονοµία της Ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση της Ελλάδας υπό ενισχυµένη εποπτεία».

• Η επιστολή Σταϊκούρα.

Ο κ. Σταϊκούρας απάντησε µε επιστολή του στις 3 Αυγούστου, σηµειώνοντας ότι οι µεταρρυθµίσεις στις οποίες προχώρησε η Ελλάδα τα τελευταία 3 χρόνια «αποτελούν µια στέρεη βάση για την επίτευξη µιας βιώσιµης και συµπεριληπτικής ανάπτυξης. Υποστηρίζει µάλιστα ότι ήδη αποδίδουν καρπούς καθώς η ανάπτυξη της Ελλάδας σταδιακά επαναπροσανατολίζεται προς τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, ενώ η απασχόληση αυξάνεται, κυρίως µεταξύ γυναικών και νέων, οι τραπεζικές συνθήκες βελτιώνονται µε πιστωτική επέκταση στην πραγµατική οικονοµία και τα δηµόσια οικονοµικά επέστρεψαν σε θετική πορεία.

Αναγνωρίζοντας ότι η ελληνική οικονοµία αντιµετωπίζει σοβαρούς κινδύνους και αβεβαιότητα, όπως και όλες οι εθνικές οικονοµίες της Ε.Ε., ο κ. Σταϊκούρας τονίζει ότι η αντίδραση της Ελλάδας θα στηριχθεί στη συνέχιση των µεταρρυθµίσεων και µετά το τέλος της ενισχυµένης εποπτείας.

Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή