Προβληµατισµό για τη µεσοπρόθεσµη ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας και τον πληθωρισµό διατυπώνει το ∆ΝΤ σε έκθεσή του, τονίζοντας ότι το χαµηλό επίπεδο αποταµίευσης και οι συγκριτικά περιορισµένες επενδύσεις υπονοµεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές. Αν και τα στελέχη του Ταµείου υπογραµµίζουν την αύξηση του ΑΕΠ σε προπανδηµικά επίπεδα και τους περιορισµένους κινδύνους χρηµατοδότησης του χρέους, σηµειώνουν τις διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαµηλές αποταµιεύσεις και τις περιορισµένες επενδύσεις. Παράλληλα, ενδεχόµενη κλιµάκωση των συγκρούσεων σε Ουκρανία και Γάζα µπορεί να αυξήσει τις τιµές ενέργειας και τροφίµων. Για φέτος το ∆ΝΤ αναθεώρησε την εκτίµηση για την ανάπτυξη από το 2% στο 2,1%.

Αναθεώρησε ελαφρώς προς τα πάνω το ∆ΝΤ την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη φέτος, από το 2% των αρχικών εκτιµήσεων της αποστολής του λεγόµενου Αρθρου IV τον περασµένο Νοέµβριο, στο 2,1% χθες, στην τελική έγκρισή τους από το Εκτελεστικό Συµβούλιο. Αντίθετα, για το 2023 αναθεώρησε προς τα κάτω την εκτίµησή του, από 2,5% σε 2,3%.

Σηµειωτέον ότι η κυβέρνηση παραµένει µακράν η πιο αισιόδοξη για την ανάπτυξη φέτος απ’ όλους τους διεθνείς φορείς και τράπεζες που έχουν διατυπώσει εκτιµήσεις, καθώς την τοποθετεί στο 2,9%. Για το 2023 η πρόβλεψή της είναι για 2,4%.

Επίσης, η έκθεση προβλέπει ότι ο πληθωρισµός θα υποχωρήσει από το 4,2% το 2023 στο 2,8% φέτος (έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2,6%) και θα φτάσει στο 2% στο τέλος του 2025.

Το σηµαντικό, όµως, στοιχείο από την έκθεση αυτή του ∆ΝΤ είναι ότι επιµένει στον προβληµατισµό του για τη µεσοπρόθεσµη ανάπτυξη και τον πληθωρισµό. Για την ανάπτυξη, πηγή ανησυχίας είναι το χαµηλό επίπεδο αποταµίευσης και οι συγκριτικά περιορισµένες επενδύσεις.

Συγκεκριµένα, οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταµείου, ενώ σηµειώνουν ότι η γενική οικονοµική κατάσταση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί, προσθέτουν ότι παραµένουν σηµαντικές προκλήσεις. Οπως αναφέρουν, το πραγµατικό ΑΕΠ έχει επανέλθει σε υψηλότερα από τα προπανδηµικά του επίπεδα, χάρη στον τουρισµό, στις επενδύσεις του Ταµείου Ανάκαµψης και στις άµεσες ξένες επενδύσεις. Οι υψηλοί αυτοί ρυθµοί ανάπτυξης σε συνδυασµό µε τον υψηλό πληθωρισµό οδήγησαν επίσης το χρέος κάτω από τα προπανδηµικά του επίπεδα και οι κίνδυνοι χρηµατοδότησής του, µεσοπρόθεσµα, είναι περιορισµένοι, χάρη στην ευνοϊκή δοµή του.

«Ωστόσο», συνεχίζει η έκθεση, «οι διαρθρωτικές ανισορροπίες, που προκύπτουν από τις χαµηλές αποταµιεύσεις και τα χαµηλά ακόµη επίπεδα επενδύσεων, καθώς και οι αυξανόµενοι κίνδυνοι από την κλιµατική αλλαγή, επιβαρύνουν τις µεσοπρόθεσµες προοπτικές ανάπτυξης». Τα στελέχη του ∆ΝΤ επισηµαίνουν, ακόµη, αδυναµίες στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας.

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισµό, προειδοποιούν ότι ενδεχόµενη κλιµάκωση του πολέµου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Γάζα και στο Ισραήλ θα οδηγήσουν ενδεχοµένως σε νέες πιέσεις στις τιµές των τροφίµων και της ενέργειας.

Σχετικά µε τα δηµοσιονοµικά, το ∆ΝΤ ζητάει φιλική προς την ανάπτυξη σταθεροποίηση, για τη βελτίωση της βιωσιµότητας του δηµόσιου χρέους, µε ταυτόχρονη υποστήριξη της συµπεριληπτικής και πράσινης ανάπτυξης. Μιλάει για την ανάγκη περαιτέρω δηµοσιονοµικής σύσφιγξης βραχυπρόθεσµα και διατήρησης πρωτογενών πλεονασµάτων µεσοπρόθεσµα, καθώς και για έµφαση στις επενδύσεις και στις κρίσιµες κοινωνικές δαπάνες, κυρίως στους τοµείς της υγείας και της παιδείας. Στο πλαίσιο αυτό, τάσσεται σαφώς υπέρ των κυβερνητικών προσπαθειών καταπολέµησης της φοροδιαφυγής. Οι προβλέψεις του για το πρωτογενές αποτέλεσµα ταυτίζονται µε της κυβέρνησης (πλεόνασµα 1,1% του ΑΕΠ το 2023 και 2,1% του ΑΕΠ το 2024). Για το δηµόσιο χρέος εκτιµά ότι θα υποχωρήσει από το 167,4% του ΑΕΠ φέτος στο 158% το 2024. Η κυβερνητική πρόβλεψη αναφέρει ότι το χρέος θα είναι 160,3% του ΑΕΠ το 2023 και 152,3% του ΑΕΠ το 2024, αλλά υπολογίζεται µε διαφορετικό τρόπο.

Για το τραπεζικό σύστηµα επισηµαίνει ότι παραµένει ανθεκτικό και ότι τα υψηλά επιτοκιακά περιθώρια συνέβαλαν στην αύξηση των κερδών του και της κεφαλαιακής του επάρκειας. Προσθέτει, όµως, ότι το σύστηµα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω και τα προσωρινά, όπως τα ονοµάζει, υψηλά κέρδη των τραπεζών να χρησιµοποιηθούν για να δηµιουργηθούν µαξιλάρια ασφαλείας και για να βελτιωθεί η ποιότητα των κεφαλαίων τους.

Οσον αφορά τις µεταρρυθµίσεις, τονίζει την ανάγκη για περαιτέρω ψηφιοποίηση της δηµόσιας διοίκησης και για άρση των εµποδίων στον ανταγωνισµό, κάτι που θα ξεκλειδώσει υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις και θα βελτιώσει την παραγωγικότητα.

Για την πράσινη µετάβαση, υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει την αύξηση της τιµολόγησης του άνθρακα (περιλαµβανοµένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης) σε τοµείς όπως οι µεταφορές και την περαιτέρω παροχή κινήτρων για την άµεση πράσινη µετάβαση.

Για την ανεργία, προβλέπει ότι θα µειωθεί από 10,6% το 2023 στο 9,2% το 2024.

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή