
Υπερέσοδα ύψους 17,7 δισ. ευρώ εισέπραξε το ελληνικό ∆ηµόσιο την τριετία 2022-2024 από φόρους, µέρος των οποίων µετετράπη σε µόνιµες παροχές, επιδόµατα, παροχές σε ευάλωτους και ενισχύσεις για όσους επλήγησαν από φυσικές καταστροφές.
Αν και στους προϋπολογισµούς της τελευταίας τριετίας είχαν υπολογισθεί να εισπραχθούν συνολικά 169,76 δισ. ευρώ, στον κρατικό κορβανά εισήλθαν 187,4 δισ. ευρώ από φόρους.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσµα της µεγάλης αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που οδήγησε στην αποκάλυψη αδήλωτων εισοδηµάτων και στον υψηλό πληθωρισµό µε τις τιµές στην ενέργεια και στα τρόφιµα να εκτινάσσονται. Παράλληλα, η αύξηση των µισθών των δηµοσίων υπαλλήλων, των συνταξιούχων και του ιδιωτικού τοµέα οδήγησε στην αύξηση των εσόδων από τον φόρο µισθωτών υπηρεσιών, καθώς αφενός η φορολογική κλίµακα δεν τιµαριθµοποιήθηκε, αφετέρου άλλαξαν φορολογικό κλιµάκιο πληρώνοντας περισσότερους φόρους στην εφορία.
Αξιοσηµείωτο είναι πως το «βάρος» αυτής της δηµοσιονοµικής υπέρβασης σήκωσαν κυρίως οι έµµεσοι φόροι – δηλαδή ο ΦΠΑ και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης, επιβεβαιώνοντας για ακόµη µία φορά τη βασική αδυναµία του φορολογικού µας συστήµατος και την άνιση κατανοµή των φορολογικών βαρών.
Για παράδειγµα από τους εισπραχθέντες φόρους το 2024, το 54,5% προέρχεται από τους έµµεσους φόρους και τα υπόλοιπα από τον φόρο εισοδήµατος και τον ΕΝΦΙΑ.
Ουσιαστικά, η ελληνική οικονοµία µεγεθύνεται τα τελευταία χρόνια µε γοργούς ρυθµούς, µε αποκορύφωµα το πρωτογενές πλεόνασµα «µαµούθ» του 2024, το οποίο ανήλθε σε 4,8% του ΑΕΠ ή 11,4 δισ. ευρώ.
Το «αγκάθι»
Μέσα σε αυτό το σκηνικό ευφορίας, ωστόσο, παραµένει ένα «αγκάθι». Οι φορολογικοί συντελεστές –τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νοµικά πρόσωπα– δεν έχουν µειωθεί, παραµένοντας σε υψηλά επίπεδα. Η φορολογική κλίµακα παραµένει στάσιµη, την ώρα που το ΑΕΠ της χώρας απογειώθηκε από τα 168 δισ. ευρώ (το 2020), στα 235 δισ. ευρώ. ∆ηλαδή, η ίδια φορολόγηση ισχύει είτε για µια οικονοµία µικρότερης κλίµακας είτε για µια που κινείται πλέον σε σαφώς υψηλότερη τροχιά.
Σηµειώνεται ότι το 2020 τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν στα 44,489 δισ. ευρώ (η πρώτη χρονιά της πανδηµίας) ενώ το 2024 έφθασαν τα 68,787 δισ. ευρώ αυξηµένα κατά 24,2 δισ. ευρώ, ενώ για το τρέχον έτος υπολογίζεται ότι θα εισπραχθούν συνολικά από φόρους 69,399 δισ. ευρώ. Είναι εξαιρετικά πιθανόν το ανωτέρω ποσό να ξεπερασθεί κατά πολύ, λαµβάνοντας υπόψη τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού που ανακοινώθηκαν χθες και αφορούν στο πρώτο εξάµηνο.
Συγκεκριµένα, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 32,296 δισ. ευρώ, αυξηµένα κατά 2,323 δισ. ευρώ ή 7,8% έναντι του στόχου κυρίως εξαιτίας:
α) Της νωρίτερης είσπραξης µέρους του φόρου εισοδήµατος φυσικών προσώπων, που είχε προβλεφθεί ότι θα εισπραχθεί έως το τέλος Ιουλίου, λόγω του ότι τέθηκε σε λειτουργία ήδη από τα µέσα Μαρτίου η εφαρµογή για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, όπως προαναφέρθηκε.
β) Της καλύτερης απόδοσης στην είσπραξη των φόρων του τρέχοντος έτους (ΦΠΑ, ΕΦΚ κ.λπ.) και της καλύτερης απόδοσης των φόρων εισοδήµατος του προηγούµενου έτους που εισπράχθηκαν σε δόσεις µέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2025.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, στο εξάµηνο του έτους το πρωτογενές πλεόνασµα ανήλθε στα 4,667 δισ. ευρώ σε τροποποιηµένη ταµειακή βάση, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασµα 2,235 δισ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσµατος 2,905 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο του 2024. Σηµειώνεται ότι ποσό 792 εκατ. ευρώ που αφορά σε ετεροχρονισµό µεταβιβαστικών πληρωµών του τακτικού προϋπολογισµού και ποσό 510 εκατ. ευρώ που αφορά σε ετεροχρονισµό των πληρωµών των εξοπλιστικών προγραµµάτων δεν επηρεάζουν το αποτέλεσµα της Γενικής Κυβέρνησης σε δηµοσιονοµικούς όρους. Επιπλέον, ποσό ύψους 342 εκατ. ευρώ φορολογικών εσόδων του πρώτου διµήνου προσµετρείται δηµοσιονοµικά στο έτος 2024. Εξαιρώντας τα ανωτέρω ποσά, η υπέρβαση στο πρωτογενές αποτέλεσµα σε τροποποιηµένη ταµειακή βάση, έναντι των στόχων του προϋπολογισµού, εκτιµάται σε 788 εκατ. ευρώ.
Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισµού για την περίοδο του Ιανουαρίου - Ιουνίου 2025 ανήλθαν στα 34,801 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται µειωµένες κατά 1,891 δισ. ευρώ έναντι του στόχου (36,692 δισ. ευρώ), που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισµού 2025. Επίσης είναι αυξηµένες σε σύγκριση µε την αντίστοιχη περίοδο του 2024 κατά 1,079 δισ. ευρώ.
Προκόπης Χατζηνικολάου, Καθημερινή