Τον Σεπτέμβριο του 2002, η Ομάδα Εργασίας για την Ευρυζωνική Πρόσβαση που είχε συστήσει η κυβέρνηση Σημίτη κατέθεσε ένα «Κείμενο Στρατηγικής» με αντικείμενο τη μετάβαση στο ευρυζωνικό διαδίκτυο, με την ανάπτυξη δικτύου οπτικών ινών ως τον τελικό χρήστη. Όπως θυμάται ο Στέλιος Σαρτζετάκης, που ήταν επικεφαλής της Ομάδας, η ίδια η λέξη «ευρυζωνικό» –η ελληνική μετάφραση του broadband– είχε επινοηθεί την εποχή εκείνη από τον ειδικό γραμματέα του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών για την Κοινωνία της Πληροφορίας, Γιώργο Παπακωνσταντίνου.

papakwnstantinoug374404.jpg

Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου το 2002 σε ημερίδα με θέμα «Η Κοινωνία της Πληροφορίας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας». [Βασίλης Βερβερίδης/Eurokinissi]
«Η ταχύτατη ανάπτυξη των νέων δικτυακών τεχνολογιών και η επερχόμενη σύγκλιση τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, επιφέρουν σημαντικές ανατροπές στα οικονομικά μοντέλα ανάπτυξης στους τομείς των Τηλεπικοινωνιών, της Πληροφορικής, των Υπηρεσιών και του Εμπορίου», σημείωνε προφητικά το έγγραφο. «Παράλληλα, επιδρούν καθοριστικά στα κοινωνικά μοντέλα οργάνωσης που σκοπό έχουν την εξασφάλιση της συμμετοχής, της συνοχής και της ισονομίας των πολιτών, την ισότιμη επικοινωνία και την πρόσβαση στη γνώση».

Και συνέχιζε: «Η ανταγωνιστικότητα ενός κράτους στο σημερινό περιβάλλον υψηλής τεχνολογίας και ψηφιακής σύγκλισης, συσχετίζεται έντονα με την ύπαρξη προηγμένων δικτυακών υποδομών υψηλής ποιότητας, χωρητικότητας και απόδοσης, ορθολογικά ανεπτυγμένων και κοστολογημένων, οι οποίες προσφέρουν εύκολη, ασφαλή και αδιάλειπτη πρόσβαση στο διεθνές “ηλεκτρονικό πλέγμα” της γνώσης και του εμπορίου, με προσιτά τιμολόγια χωρίς τεχνητούς αποκλεισμούς». Η ανάπτυξη των σχετικών υποδομών, σημείωναν οι συντάκτες του κειμένου, θα έπρεπε να είναι «ύψιστη προτεραιότητα» για την Πολιτεία.

Είκοσι χρόνια αργότερα, είναι σαφές ότι το κείμενο στρατηγικής αυτό έμεινε στα χαρτιά. Η Ελλάδα είναι 22η μεταξύ των «27»Digital Economy and Society Index (DESI) 2022 | European Commission στη συνδεσιμότητα στον πιο πρόσφατο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ε.Ε. Οι καλές επιδόσεις στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και στην παλαιάς τεχνολογίας ευρυζωνικότητα αντισταθμίζονται από την ιδιαίτερα χαμηλή διείσδυση των σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps. Στην κατηγορία αυτή η Ελλάδα έφτασε στο 9% στο τέλος του 2021 (από 3% στο τέλος του 2020 και 1% στο τέλος του 2019) σε σύγκριση με 41% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Στις υπερ-υψηλές ταχύτητες (τουλάχιστον 1 Gbps), η διείσδυση στο τέλος του 2021 ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη (έναντι ευρωπαϊκού μ.ο. 7,58%).

Η πληθυσμιακή κάλυψη οπτικών ινών που φτάνουν μέχρι τον χώρο του χρήστη (που μετράει τη διαθεσιμότητα, όχι τις πραγματικές συνδέσεις) έφτασε το 20% στο τέλος του 2021 έναντι 7% στο τέλος του 2019. Το ποσοστό αυτό υπολείπεται κι αυτό θεαματικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (50%) – και πέφτει στο μηδέν στις αγροτικές περιοχές της χώρας. Στην ευρύτερη κατηγορία των σταθερών δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Networks ή VCHN), η οποία περιλαμβάνει και το καλωδιακό διαδίκτυο (δεν υπάρχει στην Ελλάδα), σύμφωνα με τον DESI, η ψαλίδα είναι ακόμα μεγαλύτερη: ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στο τέλος του 2021 έφτανε το 70%. Η Ελλάδα στη συγκεκριμένη κατηγορία βρίσκεται με απόσταση στην τελευταία θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών χωρών (των 27 της ΕΕ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νορβηγίας, της Ισλανδίας και της Ελβετίας).

Αλλά είναι και το ζήτημα του κόστους: σύμφωνα με το Digital Quality of Life, την ετήσια έκθεση της εταιρείας κυβερνοασφάλειας Surfshark, η Ελλάδα ισοβαθμεί στην τελευταία θέση της ΕΕ2022 Digital Quality of Life Index | Surfshark με την Πορτογαλία στο πόσο οικονομικά προσιτές είναι οι τιμές των διαδικτυακών υπηρεσιών. Η Ελλάδα είναι επίσης τελευταία στην ποιότητα των διαδικτυακών υπηρεσιών – κατηγορία στην οποία η Πορτογαλία είναι 3η μεταξύ των χωρών της ΕΕ και 9η μεταξύ 117 χωρών συνολικά.

Απαρχές

Ο Στέλιος Σαρτζετάκης, διευθυντής ερευνών σήμερα του ερευνητικού κέντρου «ΑθηνάΕρευνητικό κέντρο «Αθηνά»», είναι κυριολεκτικά ο άνθρωπος που έφερε το ίντερνετ στην Ελλάδα. Το 1989, ως ερευνητής στο Ερευνητικό Κέντρο Κρήτης (μετέπειτα Forth), έστησε τις πρώτες γραμμές διαδικτυακής σύνδεσης του ινστιτούτου με άλλους φορείς στο εξωτερικό, που μετεξελίχθηκαν στο δίκτυο Forthnet. Ο Σαρτζετάκης, ενεργός σε διάφορους ρόλους έκτοτε, έχει παρακολουθήσει τη μετ’ εμποδίων εξέλιξη των διαδικτυακών υποδομών στη χώρα μας από την αρχή. «Ο βασικός λόγος που το σταθερό διαδίκτυο είναι πιο αργό στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρώπη είναι ότι παραμένει ακόμα στην προηγούμενη γενιά, του χαλκού και του DSL», εξηγεί στο inside story.

Όπως αναφερόταν στο κείμενο στρατηγικής του 2002, το ΕΔΕΤ, προπομπός του Εθνικού Δικτύου Υποδομών Τεχνολογίας και Έρευνας (ΕΔΥΤΕgrnet), ενεργοποιήθηκε στην Ελλάδα το 1995 για την παροχή προηγμένων υπηρεσιών διαδικτύου προς την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα της χώρας. Το ΕΔΕΤ ήδη το 2002 παρείχε ευρυζωνικές προσβάσεις σε 68 ερευνητικούς και ακαδημαϊκούς φορείς, εξυπηρετώντας 190.000 χρήστες και διασυνδεόταν τότε με ταχύτητες 1,2 Gbps με το Πανευρωπαϊκό Δίκτυο GEANT.

Στα επόμενα χρόνια οι υπηρεσίες αυτές επεκτάθηκαν σε άλλους δημόσιους φορείς (νοσοκομεία, Βουλή των Ελλήνων κ.ά.). Παράλληλα, μεταξύ του 2005-8 υλοποιήθηκε η σύνδεση των υπηρεσιών ΟΤΑ 69 δήμων με μητροπολιτικά δίκτυα οπτικής ίνας, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν –και να έχουν ως σήμερα οι περισσότεροι εξ αυτών– διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας και αξιοπιστίας.

Για τον οικιακό καταναλωτή, ωστόσο, η ευρυζωνικότητα, έστω με τη μορφή του DSL, ήταν ακόμα σχετικά άγνωστη λέξη. Ο ΟΤΕ, βάσει της σύμβασης με την κοινοπραξία Intracom-Siemens (υπεγράφη το 1996), παρέμενε σε σημαντικό βαθμό εγκλωβισμένος στην τεχνολογία μεταγωγής κυκλώματος ISDN, που εστίαζε (πιο αποτελεσματικά από τις προηγούμενες) στις υπηρεσίες φωνής αντί της μεταφοράς δεδομένων. Επιπλέον, σε αντίθεση με ορισμένα από τα άλλα φυσικά μονοπώλια στην ΕΕ, ο ΟΤΕ δεν διέθετε δίκτυο ομοαξονικών καλωδίων που, παράλληλα με καλωδιακή τηλεόραση, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ευρυζωνικές διαδικτυακές υπηρεσίες.

Η εποχή Βουρλούμη

Η απελευθέρωση της αγοράς τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα ξεκινά το 2001. Ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών ασκεί πιέσεις στον ΟΤΕ να παρέχει πρόσβαση στο δίκτυό του στους εναλλακτικούς παρόχους, με όρους που θα επέτρεπαν τη μείωση των τιμών και τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών.

Είναι η περίοδος που η διοίκηση του Παναγή Βουρλούμη στον ΟΤΕ επιχειρεί τον άθλο της εξυγίανσης του Οργανισμού στον δρόμο προς την ιδιωτικοποίηση. Σε πρώτη φάση, επικρατεί ασυδοσία στο άνοιγμα της αγοράς, με πάνω από 20 παρόχους να λαμβάνουν άδεια παροχής υπηρεσιών διαδικτύου. Οι καβγάδες μεταξύ του προέδρου της ΕΕΤΤ Νικήτα Αλεξανδρίδη και του Παναγή Βουρλούμη για τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο χαλκού και τους ρυθμιστικούς περιορισμούς στις υπηρεσίες του ΟΤΕ προς τους καταναλωτές έχουν μείνει στην ιστορία. Η πλευρά του ΟΤΕ υπενθυμίζει στο inside story ότι υπέστη ζημία 130 εκατομμυρίων ευρώ τη δεκαετία εκείνη, από παρόχους που δεν πλήρωναν τις οφειλές τους για χονδρική πρόσβαση.

vourloumis668687.jpg

Ο Παναγής Βουρλούμης σε συνέντευξη Τύπου της ΟΤΕ-ΚΟΣΜΟΤΕ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. [Γιάννης Παναγόπουλος/Eurokinissi]

Σύμφωνα με τον τότε διοικητή του ΟΤΕ, με τον οποίον συνομίλησε το inside story, υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή τού είχαν θέσει ζήτημα λειτουργικού διαχωρισμού του ΟΤΕ, σε ξεχωριστές εταιρείες δικτύου και υπηρεσιών. «Εγώ έλεγα, εντάξει, αλλά μαζί με το δίκτυο θα φύγουν και οι εργαζόμενοι» (σ.σ.: η πλειοψηφία των 16.000 που αποτελούσαν τότε το προσωπικό του ΟΤΕ και οι πιο οργανωμένοι συνδικαλιστικά), λέει ο κ. Βουρλούμης. Η συζήτηση δεν προχώρησε – και έληξε οριστικά με την έλευση της Deutsche Telekom (DT).

Ο Μιχάλης Μπλέτσας, επικεφαλής πληροφορικής στο Media Lab του ΜΙΤ και μέλος Δ.Σ. του ΟΤΕ μεταξύ του 2010-3, αφηγείται πώς νωρίτερα, επί ημερών Βουρλούμη, υποστήριζε την ιδέα ανάπτυξης ενός πανελλαδικού δικτύου οπτικών ινών από τρίτο φορέα, μη εμπλεκόμενο στον λιανικό ανταγωνισμό, «που θα είχε ως αποκλειστική στόχευση την υλοποίηση της στρατηγικής αυτής επένδυσης». Η ΕΕΤΤΕθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, θυμάται ο Παναγιώτης Τσανάκας, καθηγητής Τεχνολογίας Πληροφορικής στο ΕΜΠ και μέλος της ρυθμιστικής αρχής το 2005-9, είχε προτείνει ένα τέτοιο σχέδιο: τη σύσταση μιας νέας εταιρείας δικτύου, με μετόχους τον ΟΤΕ, τους άλλους παρόχους και ανεξάρτητους επενδυτές. Η εταιρεία αυτή θα κατασκεύαζε δίκτυο οπτικής ίνας αρχικά για 2 εκατομμύρια νοικοκυριά, με κρατική ενίσχυση της τάξης των 2-2,5 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τον Τσανάκα, τόσο ο ΟΤΕ όσο και οι λοιποί πάροχοι «σκότωσαν το σχέδιο, γιατί δεν ήθελαν να γίνει τόσο γρήγορα η αντικατάσταση του χαλκού». Ο Στέλιος Σαρτζετάκης αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο που είχε παίξει, πλην της διοίκησης, και η αντίθεση του ισχυρού συνδικάτου του Οργανισμού στη στροφή στην οπτική ίνα.

Ο ΟΤΕ πρότεινε, αντ’ αυτού, να αναλάβει αυτός το έργο. Ο Βουρλούμης θυμάται να προτείνει επί διακυβέρνησης Καραμανλή, μαζί με κορυφαία στελέχη της DT, την επένδυση δισεκατομμυρίων σε οπτικές ίνες, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ενός σταθερού μεσοπρόθεσμου ρυθμιστικού πλαισίου. Η κυβέρνηση δεν ήταν έτοιμη να δεσμευτεί, λέει, οπότε ούτε αυτή η πρωτοβουλία οδήγησε πουθενά. Οι Γερμανοί της DT, στη συνέχεια, σύμφωνα με πηγές που παρακολουθούσαν στενά τις εξελίξεις εκείνη την εποχή, δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετάβαση στην οπτική ίνα, προτιμώντας την ασφαλή λύση της απόσβεσης των επενδύσεων στο δίκτυο του χαλκού.

Μέρες κρίσης

Στη θεωρία, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε την αναβάθμιση των διαδικτυακών υποδομών ως προτεραιότητα – και είχε στη θέση του υπουργού Οικονομικών έναν άνθρωπο που είχε εποπτεύσει τη σύνταξη της στρατηγικής για την ευρυζωνική πρόσβαση σχεδόν μία δεκαετία νωρίτερα. Αλλά ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου –και η Ελλάδα γενικότερα– είχαν πιο άμεσα και επείγοντα προβλήματα να διαχειριστούν από το φθινόπωρο του 2009.

papandreoupapakonstantinou1509787.jpg

Ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου με τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου μετά την ολοκλήρωση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, δύο εβδομάδες μετά το διάγγελμα του Καστελόριζου, στις 10 Μαΐου 2010. [Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi]

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, ωστόσο, είχαν ξεκινήσει οι επενδύσεις του ΟΤΕ στο VDSL· τοποθέτηση οπτικής ίνας ως την καμπίνα (FTTC) και μεταφορά των δεδομένων στο δίκτυο χαλκού για το «τελευταίο μίλι» ως το σπίτι ή την επιχείρηση, παρέχοντας ταχύτητες έως 50 Mbps. «Ακόμα και στα χρόνια της κρίσης, ο OTE δεν σταμάτησε ποτέ να επενδύει στα δίκτυα – δαπανούσε 400 εκατομμύρια ετησίως την περίοδο 2010-5», λέει στο inside story η Ειρήνη Νικολαΐδη, επικεφαλής νομικών και ρυθμιστικών θεμάτων του ομίλου ΟΤΕ.

Σε κάθε φάση της ανάπτυξης του διαδικτύου, ισχυρίζεται η Νικολαΐδη, ρυθμιστικές αστοχίες οδήγησαν σε καθυστέρηση της ανάπτυξης των υποδομών. Στη πρώτη δεκαετία της απελευθέρωσης η ΕΕΤΤ ενθάρρυνε ένα «καθαρά μεταπρατικό μοντέλο», που δεν ενθάρρυνε τις επενδύσεις των εναλλακτικών παρόχων σε δικές τους υποδομές. Στη συνέχεια «καθυστέρησε για δύο χρόνια την έγκριση επενδύσεων στο VDSL». Αντιστοίχως, στη φάση του vectoring, λέει ότι η ρυθμιστική αρχή – αφού καθυστέρησε για τρία χρόνια (ως το 2016) να εκδώσει τον αναγκαίο κανονισμό – επέβαλλε «ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα» στον ΟΤΕ έναντι των εναλλακτικών παρόχων για τις νέες επενδύσεις, που έσπρωχναν τις ταχύτητες ως τα 200 Mbps.

Το Εθνικό Ευρυζωνικό Σχέδιο, που εγκρίθηκε από την ΕΕ τον Σεπτέμβριο του 2015, πάσχιζε να πετύχει τους στόχους του Ψηφιακού Θεματολογίου της ΕΕ για το 2020A Digital Agenda for Europe | European Commission (50% των νοικοκυριών με συνδέσεις ταχυτήτων άνω των 100 Mbps). Εν τω μεταξύ οι στόχοι αυτοί αναβαθμίστηκαν το 2016 από την Κομισιόν, μεταξύ άλλων θέτοντας τον πήχη στην παροχή συνδέσεων τουλάχιστον 100 Mbps και με δυνατότητα επιτάχυνσης στο επίπεδο των Gbps σε όλα τα νοικοκυριά ως το 2025.

Πιο φιλόδοξοι στόχοι

Το Σεπτέμβριο του 2021, η ΕΕ έθεσε ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους: την καθολική πρόσβαση σε συνδέσεις τουλάχιστον 1 GbpsState of the Union 2021: Commission proposes a Path to the Digital Decade to deliver the EU's digital transformation by 2030 | European Commission σε όλα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην Ένωση ως το 2030. Επιπλέον, η ΕΕ έθεσε ως στόχο ως το 2025 όλα τα σχολεία, λιμάνια, αεροδρόμια και άλλοι βασικοί πάροχοι δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και οι επιχειρήσεις ψηφιακής έντασης, να έχουν πρόσβαση σε συμμετρικές (upload/download) ταχύτητες τουλάχιστον 1 Gbps. Το επικαιροποιημένο Ευρυζωνικό ΣχέδιοΕθνικό Ευρυζωνικό Σχέδιό 2021-2027 | Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2021, ενσωμάτωσε τους στόχους αυτούς στην εθνική στρατηγική. Εν τω μεταξύ, η πανδημία είχε αναδείξει την ανάγκη πρόσβασης στο διαδίκτυο σε υψηλές έως πολύ υψηλές ταχύτητες με τρόπο που δεν είχε γίνει αισθητός στο παρελθόν.

Το επικαιροποιημένο Σχέδιο, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις των ιδιωτών, είχε ως ενδιάμεσο στόχο ως το 2023 «να παρέχει πρόσβαση σε συνδέσεις 100+ Mbps σε άνω του 70% των νοικοκυριών της χώρας. Στην πράξη, ο στόχος αυτός προσεγγίστηκε αλλά δεν επετεύχθη: η διαθεσιμότητα τέτοιων συνδέσεων σήμερα φτάνει το 70% του πληθυσμού, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΤΕ.

Όσο για τα σχολεία, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης προωθoύσε την πρωτοβουλία Fiber to the School, για την παροχή συμμετρικών συνδέσεων 1 Gbps σε πάνω από 10.000 σχολικά ιδρύματα ως το 2026. Το έργο, ωστόσο, δεν εντάχθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας και η τύχη του αγνοείται.

Παράλληλα, από το 2020 έχει εγκριθεί από την ΚομισιόνDaily News 31 / 01 / 2020 | European Commission το πρόγραμμα Ultrafast Broadband, η υλοποίηση του οποίου μόλις τώρα ξεκινά (ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2022, ενώ οι αρχικές προσδοκίες ήταν να ξεκινήσει από τον Μάιο του 2021). Το συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ πρόγραμμα επιταχύνει την ανάπτυξη του ευρυζωνικού διαδικτύου στην Ελλάδα, αναπτύσσοντας υποδομές νέας γενιάς (NGA), ικανές να παρέχουν υπηρεσίες εξαιρετικά υψηλών ταχυτήτων σε χρήστες όλης της χώρας.

Συγκεκριμένα, «η υποδομή θα εγκατασταθεί στις επονομαζόμενες “λευκές περιοχές NGA” της επικράτειας — όπου οι ιδιωτικοί φορείς εκμετάλλευσης δεν σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες αναβαθμίσεις λόγω έλλειψης προοπτικών κερδοφορίας. Οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου θα έχουν ανοικτή και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στα νέα περιουσιακά στοιχεία». Το έργο είναι συνολικού προϋπολογισμού 869,1 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 65% θα καλυφθεί από τους ιδιώτες επενδυτές –ΟΤΕ και ΤΕΡΝΑ– και τα 223 εκατομμύρια είναι κοινοτικά κονδύλια.

Αποτυγχάνοντας καλύτερα

Ωστόσο κι εδώ, η τάση του διστακτικού βηματισμού και της πλήρους απόσβεσης των επενδύσεων παλαιάς τεχνολογίας μοιάζει να επικρατεί έναντι του άλματος προς το εμπρός. Για τις ανάγκες του συγκεκριμένου προγράμματος, η ελληνική πλευρά έπεισε την Κομισιόν –που παγίως επιμένει στην οπτική ίνα– να δεχθεί και το VDSL ως δίκτυο νέας γενιάς.

Ο Παναγιώτης Τσανάκας αποδίδει ευθύνη στις κυβερνήσεις και στην ΕΕΤΤ για την αργή πρόοδο των επενδύσεων στα δίκτυα και τις σχετικά υψηλές τιμές για τους καταναλωτές, λέγοντας ότι «η ενίσχυση του ανταγωνισμού συγκρούεται με συντεχνιακά επιχειρηματικά συμφέροντα». Ο Νεκτάριος Κοζύρης, καθηγητής στον Τομέα Τεχνολογίας Πληροφορικής και Υπολογιστών στο ΕΜΠ και εκ των πρωτεργατών, μεταξύ άλλων, του gov.gr, τονίζει τη σημασία ύπαρξης ανταγωνισμού με περισσότερους και μικρότερους παρόχους, που πιέζουν καθοδικά τις τιμές με προσφορές και υποχρεώνουν τις εταιρείες με δεσπόζουσα θέση να αναβαθμίζουν την ποιότητα των δικών τους υπηρεσιών. «Και η ΕΕΤΤ έχει αργήσει πολύ, πρέπει να δώσει την ώθηση που χρειάζεται για τα άλμα στην επόμενη γενιά», αναφέρει.

«Το κρίσιμο τώρα για την τόνωση του ανταγωνισμού και τη βελτίωση των υπηρεσιών είναι η ρύθμιση και παροχή χονδρικής πρόσβασης σε τρίτους στο δίκτυο οπτικής ίνας που κατασκευάζεται από τους μεγάλους παρόχους σε όλη τη χώρα. Τα πρόσφατα χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα ενίσχυσης από την πολιτεία για την εξάπλωση των οπτικών ινών, όμως πρέπει να επιταχύνουμε περισσότερο για να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο», συνεχίζει ο Κοζύρης.

Στην Ελλάδα, παρατηρεί ο καθηγητής του Πολυτεχνείου, το Gbps ως ταχύτητα downloading έφτασε μόλις πριν έξι μήνες για τους οικιακούς καταναλωτές, όταν χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία απολαμβάνουν ταχύτητες ως και 10 Gbps. «Αλλά και η ασυμμετρία 10/1 στις ταχύτητες downloading έναντι uploading είναι δείγμα της αργής βελτίωσης των υποδομών και της κληρονομιάς του DSL», προσθέτει, αναφέροντας ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι πάροχοι προσφέρουν προϊόντα συμμετρικής σύνδεσης.

Οψίμως επιτάχυνση

Στην τελευταία γενική συνέλευση του ΟΤΕ«Γκάζι» από ΟΤΕ για την επέκταση οπτικής ίνας | Η Καθημερινή τον περασμένο Μάιο, ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Μιχάλης Τσαμάζ ανέφερε ότι ο όμιλος είχε ως στόχο στο FTTHΠρογράμματα FTTH | Cosmote (Fiber To The Home) να φτάσει το ένα εκατομμύριο γραμμές μέχρι το τέλος του 2022 και τα τρία εκατομμύρια έως το 2027. «Έχουμε δεσμεύσει γι’ αυτό σημαντικούς πόρους, αυξάνοντας τις επενδύσεις μας σε πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ για την εξαετία», είχε τονίσει ο Τσαμάζ. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του ΟΤΕ, η διαθεσιμότητα του FTTH στα δίκτυά του σήμερα ξεπερνά το 1 εκατομμύριο (από 4,8 εκατομμύρια συνδέσεις στη χώρα).

ftth4504021.jpg

Εκδήλωση για την ενεργοποίηση της πρώτης σύνδεσης οπτικής ίνας στο σπίτι (Fiber To The Home) από τον Όμιλο ΟΤΕ, στις 10 Ιουλίου 2018. [Βασίλης Ρεμπαπής/Eurokinissi]

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, εν τω μεταξύ, η διοίκηση της Nova είχε ανακοινώσει επενδύσεις 500 εκατομμυρίων ευρώΜάχη για την ανάπτυξη των δικτύων οπτικής ίνας | Η Καθημερινή ως το 2027 σε υποδομές FTTH. Αν τα σχέδια αυτά υλοποιηθούν, το δίκτυο της Nova θα είναι διαθέσιμο για το 40% του ελληνικού πληθυσμού και των επιχειρήσεων και θα καλύπτει το 70% των περιφερειών της χώρας – συνολικά 1,6 εκατ. συνδέσεις. Σύμφωνα με τον όμιλο, ως σήμερα έχει φτάσει τις 150.000 γραμμές.

Η Vodafone Ελλάδας, από την πλευρά της, έχει ανακοινώσει επενδύσεις για τη δημιουργία δικτύου οπτικής ίνας της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ ως το 2025. Στην ίδια περίοδο προγραμματίζει την ανάπτυξη 800.000 γραμμών FTTH (σήμερα η εταιρεία βρίσκεται στις 370.000 γραμμές). Σχέδιο για ανάπτυξη FTTH διαθέτει και η ΔΕΗ, που επιδιώκει να καλύψει 3 εκατομμύρια νοικοκυριά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με κόστος 800 εκατ. ευρώ.

Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο

Το ρυθμιστικό πλαίσιο για την εποχή της οπτικής ίνας ισχύει εδώ και λίγες εβδομάδεςΦΕΚ Β/1028/24-2-2023, αφού έλαβε την έγκριση της Κομισιόν και κατόπιν διαβούλευσης που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο«Γκάζι» από ΟΤΕ για την επέκταση οπτικής ίνας | Η Καθημερινή. Προβλέπει –όπως και με τον χαλκό– κοστοστρέφεια στη χονδρική αγορά: με απλά λόγια, η τιμή χονδρικής να είναι κοντά στο κόστος της λειτουργίας του δικτύου για τον ΟΤΕ. Στη λιανική δεν θα υπάρχει ρύθμιση τιμών έως ότου οι συνδέσεις με οπτική ίνα φτάσουν το 30% του συνόλου των ευρυζωνικών συνδέσεων σταθερού δικτύου.

Η ΕΕΤΤ, μάλιστα, για να επιταχύνει τη εξάπλωση της ίνας, θα υποχρεώνει πλέον τις εταιρείες –κατ’ εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τη Μείωση του Κόστους των Ευρυζωνικών Υπηρεσιών– να διαθέτουν τα χαντάκια που σκάβουν για την τοποθέτηση οπτικής ίνας στους ανταγωνιστές τους που θέλουν να αναπτύξουν το δικό τους δίκτυο στην ίδια περιοχή. Η έλλειψη συντονισμού, μεταξύ των εταιρειών του κλάδου αλλά και μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων (τηλεπικοινωνιών, αερίου, ηλεκτρικού, νερού), έχει υπάρξει πάγια παθογένεια ιστορικά της ανάπτυξης υποδομών στην Ελλάδα.

optikiina.jpeg

Εργασίες για την εγκατάσταση οπτικής ίνας από τη Vodafone στην Καλαμάτα. [messinialive.gr]

Η ρύθμιση εξακολουθεί να υφίσταται στο FTTH, «αν και δεν δικαιολογείται πλέον καθώς αφορά καινούργιες υποδομές και ένα εντελώς νέο δίκτυο όπου κανείς δεν έχει ιστορικό προβάδισμα» αναφέρει η Ειρήνη Νικολαΐδη του ΟΤΕ, ο οποίος πάντα επεδίωκε τη μικρότερη δυνατή ρύθμιση. «Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση η EETT κινήθηκε, έστω και μερικά, στη σωστή κατεύθυνση με τη μερική απορρύθμιση στη λιανική. Έδειξε κατανόηση του τι χρειάζεται για να προωθηθεί η ανάπτυξη των δικτύων νέας γενιάς».

Από την πλευρά της η Κατερίνα Μανιαδάκη, διευθύντρια νομικών και ρυθμιστικών υποθέσεων της Nova, δηλώνει στο inside story: «Η ανάπτυξη εναλλακτικών υποδομών οπτικής ίνας είναι ο μόνος τρόπος να γυρίσει η χώρα σελίδα και να παύσει να είναι ουραγός της Ευρώπης σε επίπεδο ευζωνικών συνδέσεων. Απαραίτητο συστατικό για αυτή τη μετάβαση είναι η δημιουργία ενός αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου που θα επιτρέψει σε όλους να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις. Η εφαρμογή ενός ισχυρού καθεστώτος πρόσβασης στις υπάρχουσες υποδομές αλλά και η αποτελεσματικότερη ρύθμιση των τιμών χονδρικής είναι επιτακτικές και θα φέρουν πραγματική αλλαγή στη χώρα».

Σύμφωνα με τη Μαρία Σκάγκου, διευθύντρια νομικών και κανονιστικών θεμάτων της Vodafone, «σημαντικός παράγοντας για την ταχύτερη διείσδυση των υπηρεσιών FTTH συνιστά και η διαμόρφωση ενός κατάλληλου εκπτωτικού σχήματος στις χονδρικές τιμές πρόσβασης από πλευράς δεσπόζοντα παρόχου, όπως προβλέπεται άλλωστε ως δυνατότητα στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Ένας μηχανισμός παροχής εκπτώσεων από τον πάροχο χονδρικής με κριτήριο την επίτευξη στόχου συνδέσεων, θα παρείχε κίνητρο στους παρόχους υπέρ της επιλογής FTTH υπηρεσιών και κατ’ αποτέλεσμα άμεσο όφελος στους καταναλωτές. Παράλληλα, σημαντικό είναι να ενισχυθούν και οι μηχανισμοί ελέγχου και εποπτείας, με σκοπό την ουσιαστική τήρηση των υποχρεώσεων όπως προβλέπονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο».

Σημειώνεται ότι η ΕΕΤΤ αρχικά προσανατολιζόταν στην απορρύθμιση και των τιμών χονδρικής. Ωστόσο υποχώρησε εξαιτίας των αντιρρήσεων τόσο της Nova και της Vodafone, όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αναμένεται επίσης στους προσεχείς μήνες το αναθεωρημένο μοντέλο υπολογισμού του κόστους χονδρικής από τη ρυθμιστική αρχή, το οποίο εκτιμάται από την αγορά ότι θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών πρόσβασης.

Στενωποί και επιδοτήσεις

Στην πράξη, πάντως, υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ της διαθεσιμότητας σύνδεσης με FTTH για ένα κτίριο και την πραγματική παροχή. Από τη διαθεσιμότητα FTTH άνω του 1 εκατομμυρίου γραμμών του ΟΤΕ, οι πραγματικές συνδέσεις είναι μόλις 160.000 σήμερα. «Δεν υπάρχει ακόμα η ανάγκη για τόσο υψηλές ταχύτητες σε μαζική κλίμακα, ενώ οι ανάγκες των πελατών για μεγάλες ταχύτητες καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τις υπηρεσίες FTTC Vectoring», αναφέρει στο inside story η Ειρήνη Νικολαΐδη.

Ένα ακόμα ζήτημα είναι το κόστος εγκατάστασης. Οι συνδέσεις ταχυτήτων άνω των 100 Mbps επιδοτήθηκαν από το 2019-22 μέσω της δράσης SFBB (Superfast Broadband), προϋπολογισμού 60 εκατ. ευρώ (εθνικοί πόροι, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων), εκ των οποίων αξιοποιήθηκαν τα 57 εκατομμύρια. Όπως εξηγεί στο inside story πηγή του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, τα δύο πρώτα χρόνια οι αιτήσεις για το πρόγραμμα ήταν πολύ λίγες. «Τον τρίτο χρόνο ήταν που πήρε μπρος».

Η επιδότηση της σύνδεσης με οπτική ίνα συνεχίστηκε με το πρόγραμμα Smart Readiness VoucherΠρόγραμμα "Smart Readiness" - Ετοιμότητα υποδομών για έξυπνα κτίρια | Ελλάδα 2.0 Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Χρηματοδοτούμενο κι αυτό από το Ταμείο Ανάκαμψης (προϋπολογισμός 100 εκατομμύρια ευρώ), το πρόγραμμα ξεκίνησε να υλοποιείται στα τέλη Μαρτίου. Μεταξύ των έργων που θα υλοποιηθούν στο πλαίσιό του είναι η εγκατάσταση –μεταξύ άλλων– δικτύων οπτικών ινών σε 120.000 παλαιότερα ακίνητα ως το 2025. Η Μαρία Σκάγκου της Vodafone εκφράζεται θετικά για το συγκεκριμένο πρόγραμμα, σημειώνοντας παράλληλα ότι «οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση για την σύνδεση των κτιρίων με την κύρια οπτική διαδρομή καθώς και η απουσία υποδομών στα υφιστάμενα, αλλά και τα νεόδμητα κτίρια, ελπίζουμε να αντιμετωπιστούν ως έναν βαθμό μέσω της επικείμενης τροποποίησης του κτιριοδομικού κανονισμού».

Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει αιτηθεί στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν την έγκριση του προγράμματος Gigabit Voucher Scheme, για την κάλυψη του κόστους σύνδεσης και μέρους του κόστους των μηνιαίων τελών διαδικτυακών υπηρεσιών FTTH για διάστημα 24 μηνών. Αν εγκριθεί, το πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και αναμένεται να υλοποιηθεί από τον προσεχή Σεπτέμβριο.

Το άλλο ζήτημα είναι ότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα δεξιοτήτων. «Υπάρχει ανάγκη για πολύ περισσότερους εξειδικευμένους τεχνικούς εγκαταστάτες οπτικών ινών να στελεχώσουν πολύ περισσότερα συνεργεία», λέει ο Στέλιος Σαρτζετάκης. «Την περασμένη δεκαετία χάσαμε πολύ έδαφος για να προετοιμάσουμε τη νέα γενιά ειδικών για την οπτική ίνα», επιβεβαιώνει ο Νεκτάριος Κοζύρης. Το αποτέλεσμα της στενωπού αυτής είναι η σύνδεση να χρειάζεται περίπου έξι μήνες από τη στιγμή της αίτησης για να υλοποιηθεί.

Η ίδια πηγή του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης παραδέχεται το πρόβλημα, λέγοντας ότι υπάρχουν σήμερα μόνο 35 εταιρείες στη χώρα που μπορούν να κάνουν τη δουλειά της εγκατάστασης των οπτικών ινών στα κτίρια. Για να αντιμετωπιστεί, όπως λέει, το υπουργείο βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με τη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) ώστε να ξεκινήσει από το Σεπτέμβριο εξειδικευμένο πρόγραμμα κατάρτισης ηλεκτρολόγων, χρηματοδοτούμενο (και αυτό) από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι πρωτοβουλίες αυτές δείχνουν ότι η πολιτική ηγεσία κατανοεί την προτεραιότητα της ψηφιακής σύγκλισης. Ωστόσο, με την υπόλοιπη Ευρώπη να τρέχει κι αυτή, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού. «Στην Ελλάδα με τις υποδομές και τις παρεχόμενες διαδικτυακές υπηρεσίες προχωρούσαμε πάντα αργά, διστακτικά και σε μικρή κλίμακα», δηλώνει ο Νεκτάριος Κοζύρης. «Αν συνεχίσουμε έτσι, θα χάσουμε και την επόμενη στροφή».

Εικόνα yanpal
Ο Γιάννης Παλαιολόγος είναι δημοσιογράφος στο inside story και στην Καθημερινή. Ήταν ανταποκριτής (Καθημερινή, ΣΚΑΪ) στις Βρυξέλλες και συγγραφέας του The Thirteenth Labour of Hercules. Σχολιάζει και αρθρογραφεί σε διεθνή μέσα (BBC, Wall Street Journal, Washington Post)