Οι υποδομές φιλοξενίας έχουν αλλάξει άρδην την τελευταία 10ετία. Τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τα μικρά ξενοδοχεία μειώθηκαν, ενώ αυξήθηκαν οι μεγαλύτερες και πολυτελέστερες μονάδες. Και φυσικά, εισέβαλε η βραχυχρόνια μίσθωση.

Ο ελληνικός τουρισµός και ειδικότερα οι υποδοµές φιλοξενίας έχουν βελτιωθεί θεαµατικά τα τελευταία χρόνια. Πολυτελέστερα ξενοδοχεία, αλλά και η αλµατώδης ανάπτυξη των καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης, έχουν αντικαταστήσει παρωχηµένες και χαµηλότερης κατηγορίας µονάδες, αλλάζοντας την εµπειρία για τους ταξιδιώτες.

Την τελευταία εικοσαετία έχει αυξηθεί σηµαντικά (23%) ο αριθµός των ξενοδοχειακών µονάδων µε παράλληλη µείωση του αριθµού των ενοικιαζόµενων δωµατίων και των camping.

Επιπλέον, η εξίσου σηµαντική άνοδος (24,7%) του αριθµού των καταλυµάτων βραχυχρόνιας µίσθωσης την περίοδο 20222024 –ο οποίος ξεπέρασε το ένα εκατοµµύριο εντός του 2024– κάλυψε τη µεγάλη αύξηση των διεθνών τουριστικών αφίξεων. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από µελέτη της Μονάδας Οικονοµικής Ανάλυσης και Ερευνας της Eurobank µε τίτλο «Πυλώνας τουρισµού: Βασικά χαρακτηριστικά, επίδραση στην οικονοµία, προκλήσεις, ευκαιρίες και προτάσεις πολιτικής».

Η αύξηση του αριθµού των ξενοδοχειακών µονάδων συνοδεύτηκε από βελτίωση του επιπέδου των υποδοµών, αφού µεταξύ 2004-2024 αυξήθηκε ο αριθµός των µονάδων µε τέσσερα και πέντε αστέρια (κατά 6,0 και 2,1 φορές αντίστοιχα) και των κλινών (κατά 4,4 και 1,6 φορές) και µειώθηκαν τα αντίστοιχα µεγέθη των ξενοδοχείων µε ένα και δύο αστέρια. Παράλληλα, αυξήθηκε η δυναµικότητά τους κατά 15,3%, σηµειώνει η Eurobank.

Το µεγαλύτερο ποσοστό δωµατίων και κλινών συγκεντρώνεται στα ξενοδοχεία µικρού (άνω του 41%) και µεσαίου µεγέθους (περίπου 22%), αλλά παρατηρείται µείωση των παραπάνω µεγεθών σε ξενοδοχεία µικρού και πολύ µικρού µεγέθους και αύξησή τους σε ξενοδοχεία µεσαίου και µεγάλου µεγέθους.

Στο µεγαλύτερο ποσοστό τους τα ξενοδοχεία ενοικιαζόµενων δωµατίων και τα camping βρίσκονται κυρίως σε περιοχές που χαρακτηρίζονται αγροτικές, αν και αυτό µειώνεται κατά την περίοδο 2012-2023 και αυξάνεται το ποσοστό τους σε επαρχιακές πόλεις και µεγάλα αστικά κέντρα.

«Το συγκεκριµένο εύρηµα καταδεικνύει τη θετική συµβολή του τουρισµού, δηλαδή της ενίσχυσης των εισοδηµάτων και της απασχόλησης κυρίως σε περιοχές εκτός των αστικών κέντρων, που δεν έχουν πολλές άλλες οικονοµικές δραστηριότητες, και εποµένως βοηθάει στη συγκράτηση του πληθυσµού σε αυτές τις περιοχές», αναφέρει η µελέτη που υπογράφουν οι δρ Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονοµολόγος, δρ Στυλιανός Γώγος, ερευνητής οικονοµολόγος, ∆ηµήτριος Εξαδάκτυλος, στατιστικός αναλυτής και δρ Κωνσταντίνος Πέππας, ερευνητής οικονοµολόγος της τράπεζας.

Σχετικά µε τα καταλύµατα βραχυχρόνιας µίσθωσης, την τριετία 2022-2024, για το σύνολο της χώρας και το σύνολο του έτους, παρουσιάζουν κατά µέσον όρο χαµηλότερο ποσοστό πληρότητας (30,1%) και χαµηλότερη µέση διάρκεια παραµονής (3,7 ηµέρες) συγκριτικά µε τα ξενοδοχεία (56,1% και 4,0 ηµέρες). Εξάλλου, την περίοδο 2018-2024 η Ελλάδα παρουσιάζει από τις υψηλότερες αυξήσεις στον συνολικό αριθµό διανυκτερεύσεων σε καταλύµατα βραχυχρόνιας µίσθωσης (123,1%) µεταξύ ανταγωνιστικών αγορών (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία), κυρίως λόγω αύξησης των ταξιδιωτικών αφίξεων.

Μεγάλες επενδύσεις

Η αύξηση των ξενοδοχείων των υψηλότερων κατηγοριών, αλλά και των άλλων µονάδων είναι αποτέλεσµα µιας κλιµακούµενης επενδυτικής δραστηριότητας από ελληνικά και ξένα κεφάλαια.

Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερα από 450 καινούργια ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων και άλλα 244 τριών αστέρων ξεκίνησαν να λειτουργούν την τελευταία πενταετία, σύµφωνα µε στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιµελητηρίου Ελλάδος, µαρτυρώντας την αλµατώδη ανάπτυξη του ελληνικού τουρισµού. Αριθµός που αντιστοιχεί σε σχεδόν τρία καινούργια ξενοδοχεία κάθε εβδοµάδα από το 2019 έως σήµερα. Πρόκειται για µία ανάπτυξη που έχει σηµαντικές θετικές επιπτώσεις στην οικονοµική δραστηριότητα της χώρας, ενώ παράλληλα δηµιουργεί και προκλήσεις που σχετίζονται µε τη χωροθέτηση αυτών των µονάδων, τις υποδοµές που απαιτούνται για να τις υποστηρίξουν, αλλά και το αποτύπωµά τους στο περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και τον χαρακτήρα των προορισµών στους οποίους αναπτύσσονται. Η αξία των επενδύσεων αυτών, για την κατασκευή καινούργιων κτιρίων ή την αναβάθµιση υφισταµένων εκτιµάται στα 2,5 δισ. ευρώ ετησίως περίπου ή κοντά στα 12 δισ. στην πενταετία.

Το ίδιο διάστηµα, δηλαδή, από το 2019 έως και το 2024 διέκοψαν οριστικά τη λειτουργία τους 570 µικρότερες µονάδες, ενός και δύο αστέρων, γεγονός που δείχνει ότι ο χώρος για τους µικρούς ξενοδόχους είναι όλο και λιγότερος, ενώ τα επενδυτικά κεφάλαια εστιάζουν σε ξενοδοχειακά ακίνητα που µπορούν να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες και εποµένως να αξιώσουν υψηλότερες τιµές από τους πελάτες τους.

Τα µεγέθη αυτά προκύπτουν από τα στοιχεία για το ξενοδοχειακό δυναµικό της χώρας στα τέλη του 2024 που έχει επεξεργαστεί το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασµό του Ξενοδοχειακού Επιµελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Σύµφωνα µε αυτά τα δεδοµένα, στα τέλη του 2024 στην Ελλάδα υπήρχαν σε λειτουργία 10.104 ξενοδοχεία συνολικά όλων των κατηγοριών έναντι 9.971 ξενοδοχείων στα τέλη του 2019. Και τα 10.104 αυτά ξενοδοχεία διαθέτουν 447.363 δωµάτια µε 894.854 κρεβάτια. Στην πραγµατικότητα από το 2019 έως το 2024 οι διαθέσιµες κλίνες έχουν αυξηθεί κατά 38.507.

Ηλίας Γ. Μπέλλος, Καθημερινή