Επιστροφή στην «κανονικότητα» των εξάρσεων της πανδημίας για την οικονομία εξαιτίας της μετάλλαξης «Ομικρον». Μια «κανονικότητα» που επηρεάζει ήδη τον τουρισμό και υπάρχουν φόβοι πως θα επεκταθεί σύντομα και στην υπόλοιπη αγορά, κυρίως στην εστίαση και στη διασκέδαση. Στη σκιά της νέας μετάλλαξης αλλά και των ανατιμήσεων κινείται η χριστουγεννιάτικη αγορά, επηρεάζοντας σημαντικά τον τζίρο, ο οποίος εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερος κατά 25%-30% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2019.

Στη σκιά της μετάλλαξης «Ομικρον» και των ανατιμήσεων κινείται η χριστουγεννιάτικη αγορά επηρεάζοντας σημαντικά τον τζίρο, ο οποίος εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερος κατά 25% - 30% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2019. Αυτό, βεβαίως, που φοβάται περισσότερο ο εμπορικός κόσμος, πέρα από τις όποιες απώλειες έχει κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, είναι η επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων ή ακόμη και ενός γενικού lockdown μετά τις γιορτές.

Αν και η κυβέρνηση αποκλείει σε όλους τους τόνους ένα τέτοιο ενδεχόμενο τόσο δημοσίως όσο και σε συναντήσεις που έχουν στελέχη της με εκπροσώπους του λιανεμπορίου, οι ίδιοι οι έμποροι δεν εφησυχάζουν. Επισημαίνουν, δε, με νόημα ότι ανάλογες διαβεβαιώσεις είχαν και τον Νοέμβριο από αρμόδια κυβερνητικά χείλη μέχρι και την παραμονή της ανακοίνωσης του μέτρου που προβλέπει την υποχρέωση επίδειξης πιστοποιητικού εμβολιασμού ή αρνητικού εργαστηριακού τεστ για την είσοδο σε κατάστημα.

«Ηδη από αυτό το μέτρο έχουμε υποστεί μείωση τζίρου. Ακόμη και αν δεν αποφασισθεί πλήρης αναστολή της δραστηριότητας, αυστηροποίηση των μέτρων, όπως για παράδειγμα απαγόρευση εισόδου στα εμπορικά καταστήματα των μη εμβολιασμένων ή επαναφορά του κανόνα 1 άτομο ανά 25 τ.μ., θα ισοδυναμεί με μερικό lockdown», επισημαίνει στην «Καθημερινή» πολύπειρο στέλεχος της αγοράς από τον κλάδο των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων. Δεν είναι λίγοι οι επιχειρηματίες του λιανεμπορίου που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει πιο αυστηρή γραμμή για την περίοδο των Χριστουγέννων σε ό,τι αφορά για παράδειγμα τα μέτρα σε κέντρα διασκέδασης ή να σταματήσει νωρίτερα τη διά ζώσης εκπαίδευση.

Σύμφωνα με τον εμπορικό κόσμο αναπτύσσονται δύο τάσεις στην αγορά: πρώτον, η επισκεψιμότητα είναι μικρότερη, αλλά όσοι ψωνίζουν, κυρίως από αλυσίδες, κάνουν σχετικά μεγάλες αγορές. Δεύτερον, στις μικρότερες επιχειρήσεις παρατηρούνται αγορές χαμηλότερης αξίας προϊόντων, σε σύγκριση με το παρελθόν. Ενα, δε, κομμάτι του τζίρου εκτιμάται ότι κατευθύνεται στο ηλεκτρονικό εμπόριο, κάτι βεβαίως που θεωρείται ότι μειώνει σημαντικά τις λεγόμενες «αυθόρμητες αγορές», οι οποίες πραγματοποιούνται στα φυσικά καταστήματα.

Ο αντίκτυπος των ανατιμήσεων είναι εμφανής και στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το κόστος του οποίου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ), είναι αυξημένο έως 18,5% σε σύγκριση με το 2020. Η εκτίμηση του κόστους για το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι (6-8 ατόμων) κυμαίνεται από 82,56 έως 113,90 ευρώ. Πρόκειται για μεταβολή της τάξης του 9,3% έως 18,5% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τραπέζι του 2020.

Το εύρος τιμών οφείλεται στον υπολογισμό διαφορετικής ποιότητας προϊόντων – για παράδειγμα, εάν κάποιος αγοράσει κατεψυγμένη ή νωπή γαλοπούλα και κουραμπιέδες τυποποιημένους ή από το ζαχαροπλαστείο. Το βέβαιο είναι ότι καταγράφονται σημαντικές αυξήσεις τιμών σε όλα τα προϊόντα που συνθέτουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, από το αρνί και τη γαλοπούλα που οι τιμές τους έχουν αυξηθεί κατά 13,9% και 15,3% αντιστοίχως έως τις πατάτες και τα μαρούλια (αύξηση 7,70% και 46,2% αντιστοίχως).

Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή