Τις ρυθμίσεις κόκκινων δανείων φυσικών προσώπων και μικρών επιχειρήσεων που κάνουν οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων, θα παρακολουθεί η Τράπεζα της Ελλάδος. Τα στοιχεία των ρυθμίσεων θα καταχωρίζονται σε ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία θα έχει πρόσβαση η ΤτΕ προκειμένου να ελέγχει αν τηρούνται οι κανόνες του κώδικα δεοντολογίας. Πρόσβαση στα στοιχεία θα έχουν και οι οφειλέτες.

Ο κώδικας αναθεωρήθηκε πρόσφατα για να προσαρμοστεί στις αλλαγές που επιφέρει ο νέος πτωχευτικός νόμος. Μέσω της πλατφόρμας, η εποπτική αρχή θα μπορεί να εξετάζει τις λύσεις που προσφέρουν τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης στους δανειολήπτες και την εξέλιξή τους. Οι λύσεις αυτές μπορεί να είναι η ρύθμιση ή η οριστική διευθέτηση της οφειλής. Λύση ρύθμισης είναι, π.χ., η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, η μειωμένη δόση, η καταβολή μόνο τόκων, ο διαχωρισμός της οφειλής, η διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης ή η αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιμη.

Πρόσβαση στα στοιχεία της πλατφόρμας θα έχουν και οι οφειλέτες, οι οποίοι άλλωστε θα παραιτούνται από το φορολογικό και τραπεζικό τους απόρρητο, προκειμένου οι πιστωτές να αντλούν αυτόματα από τις αρμόδιες αρχές τα στοιχεία για την οικονομική τους κατάσταση.

Μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρµας θα παρακολουθούνται από την ΤτΕ οι ρυθµίσεις που κάνουν οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων µε τους οφειλέτες, στο πλαίσιο του νέου κώδικα δεοντολογίας που αναθεωρήθηκε και τέθηκε σε ισχύ από τις αρχές Ιουλίου. Αυτό προβλέπει ειδική διάταξη που περιλαµβάνεται στον νόµο για τον «Ηρακλή», µαζί µε άλλες διατάξεις για την αναµόρφωση του πτωχευτικού νόµου και η οποία καθιστά ηλεκτρονική τη διαδικασία των ρυθµίσεων.

Ο κώδικας δεοντολογίας αποτελεί το εγχειρίδιο που θα πρέπει να τηρούν τόσο οι τράπεζες όσο και οι servicers προκειµένου να ρυθµίσουν τα κόκκινα δάνεια των φυσικών προσώπων και των πολύ µικρών επιχειρήσεων και αναθεωρήθηκε πρόσφατα προκειµένου να προσαρµοστεί στις αλλαγές που επέφερε ο νόµος για την παροχή δεύτερης ευκαιρίας.

Η εφαρµογή του νέου κώδικα συνοδεύεται µε την υποχρέωση για τη δηµιουργία ειδικής ψηφιακής πλατφόρµας, η οποία θα αναπτυχθεί από τη Γενική Γραµµατεία Πληροφοριακών Συστηµάτων σε συνεργασία µε την Ειδική Γραµµατεία ∆ιαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Την παρακολούθησή της, ωστόσο, θα έχει η ΤτΕ στο πλαίσιο της άσκησης του εποπτικού της ρόλου, προκειµένου να διαπιστώνει εάν οι τράπεζες, αλλά και οι εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, τηρούν τις διαδικασίες που προβλέπει ο κώδικας. Αντίστοιχα θα έχει πρόσβαση σε στοιχεία για το πόσοι δανειολήπτες είναι συνεργάσιµοι ή όχι. Πρόσβαση στα στοιχεία της πλατφόρµας θα έχουν και οι οφειλέτες, οι οποίοι άλλωστε θα παραιτούνται από το φορολογικό και τραπεζικό τους απόρρητο, προκειµένου οι πιστωτές να αντλούν αυτόµατα από τις αρµόδιες αρχές τα στοιχεία για την οικονοµική και την περιουσιακή τους κατάσταση.

Στις υποχρεώσεις που πρέπει να τηρεί η τράπεζα ή η εταιρεία διαχείρισης, περιλαµβάνονται η επικοινωνία µε τον οφειλέτη αλλά και τον εγγυητή του δανείου, βάσει τυποποιηµένης διαδικασίας και η προσφορά συγκεκριµένων λύσεων που θα λαµβάνουν εκτός από την οικονοµική κατάσταση και τη µελλοντική ικανότητα αποπληρωµής του οφειλέτη. Οι λύσεις αυτές µπορεί να είναι η ρύθµιση ή η οριστική διευθέτηση της οφειλής. Λύση ρύθµισης είναι π.χ. η επιµήκυνση της διάρκειας αποπληρωµής του δανείου, η µειωµένη δόση, η καταβολή µόνο τόκων, ο διαχωρισµός της οφειλής, η διαγραφή µέρους της συνολικής απαίτησης ή η αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιµη.

Αντίθετα, ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε µεταβολή του είδους της συµβατικής σχέσης µεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη ή ο τερµατισµός της, µε στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύµατος έναντι του δανειολήπτη. Η λύση αυτή µπορεί να συνδυάζεται µε παράδοση (εθελοντική) στην τράπεζα των ακινήτων επί των οποίων έχει συσταθεί εµπράγµατη ασφάλεια για τη µείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόµα και µε οικειοθελή εκποίηση των ακινήτων επί των οποίων έχει συσταθεί εµπράγµατη ασφάλεια προς τακτοποίηση της απαίτησης, καθώς και η µετατροπή της σύµβασης σε ενοικίαση ή χρηµατοδοτική µίσθωση.

Η λύση που θα επιλεγεί θα πρέπει να λαµβάνει υπόψη την οικονοµική κατάσταση του δανειολήπτη, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, δηλαδή τα εισοδήµατά του, τα ρευστοποιήσιµα περιουσιακά στοιχεία, τις λοιπές οφειλές και το εναποµένον εισόδηµα για την κάλυψη του ελάχιστου επιπέδου «εύλογων δαπανών διαβίωσης». Για τη µελλοντική ικανότητα αποπληρωµής θα συνεκτιµάται και το ποσό που θα ελάµβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, «λαµβάνοντας υπόψη παράγοντες υγείας, κοινωνικούς κ.λπ., που θα µπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς την ικανότητα αποπληρωµής του δανειολήπτη».

Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή