Με τους χειρότερους οιωνούς για την πορεία της κατανάλωσης έχει ξεκινήσει το 2017, προκαλώντας προβληματισμό όχι μόνο για τις επιπτώσεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων και στη βιομηχανία, αλλά συνολικά στην οικονομία. Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου καταγράφηκε εντυπωσιακή υποχώρηση της αξίας πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ, κατά 15%, ενώ τον Ιανουάριο η μείωση του τζίρου άγγιξε το 10%. Τον Φεβρουάριο καταγράφηκε αύξηση 2,9% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, επίδοση όμως που οφείλεται μόνο στην τελευταία εβδομάδα του μήνα και αποδίδεται στις αυξημένες αγορές τροφίμων εν όψει της Καθαράς Δευτέρας που φέτος ήταν στις 27/2. Περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης το 2017 μεταφράζεται σε πιθανή συνέχιση της ύφεσης, με δεδομένη τη βαρύτητα που αυτή έχει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. 

Πτώση καταγράφεται τους δύο πρώτες μήνες του έτους και στα καύσιμα κίνησης. Σύμφωνα με τα ανεπίσημα στοιχεία της αγοράς, που δημοσιεύσει η Καθημερινή, το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου η ζήτηση υποχώρησε σε ποσοστό 4% σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο του 2016 και οι όγκοι διαμορφώθηκαν σε 340.960 μετρικούς τόνους (Μ.Τ.) έναντι 326.170 Μ.Τ. Ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση, της τάξης του 6%, σημείωσε το ίδιο διάστημα το ντίζελ κίνησης, με τους όγκους πωλήσεων να συρρικνώνονται σε 333.765 Μ.Τ. από 314.812 Μ.Τ. το πρώτο δίμηνο του 2016. Την «παρτίδα» για εταιρείες και πρατήρια έσωσε το πετρέλαιο θέρμανσης, η ζήτηση του οποίου αυξήθηκε κατά 24%, αφού η παρατεταμένη παγωνιά σε όλη τη χώρα υποχρέωσε τα νοικοκυριά να ξαναθερμάνουν τους καυστήρες. Ετσι, εντός του πρώτου διμήνου του 2017 καταναλώθηκαν 497.251 Μ.Τ. πετρελαίου θέρμανσης έναντι 401.933 Μ.Τ. το αντίστοιχο δίμηνο του 2016. H κατακόρυφη αύξηση του πετρελαίου θέρμανσης οδήγησε σε θετικό πρόσημο τη συνολική ζήτηση των καυσίμων, η οποία εμφανίζεται αυξημένη σε ποσοστό 5,7% με συνολικές πωλήσεις (λευκών προϊόντων) 1.138.233 Μ.Τ. έναντι 1.076.658 Μ.Τ. το πρώτο δίμηνο του έτους.