Διευρύνεται το χάσμα των αμοιβών μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Ενώ στον ιδιωτικό τομέα το 51,6% των εργαζομένων έχει αμοιβές έως 800 ευρώ καθαρά τον μήνα, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αντίστοιχους μισθούς έχει μόνο το 11%. Με μισθούς άνω των 1.000 ευρώ καθαρά αμείβεται το 17,8% των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα, έναντι του 54,4% στο Δημόσιο. Τα στοιχεία δείχνουν αφενός μεν ότι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα υποχώρησαν ταχύτερα απ’ ό,τι στον δημόσιο, παρά τις μεγάλες περικοπές και στους δημοσίους υπαλλήλους, αφετέρου δε την επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Περαιτέρω κατακερματισμό και αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ διαφορετικών ομάδων εργαζομένων, με αρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας προκάλεσε στην ελληνική αγορά εργασίας η παρατεταμένη κρίση. Τα στοιχεία που δημοσιοποιεί η ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεσή της για την εγχώρια οικονομία το 2017, είναι άκρως αποθαρρυντικά για το μέλλον των αμοιβών, καθώς δείχνουν ότι εξαιτίας κυρίως της περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, το 51,6% των απασχολουμένων στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνει καθαρό μισθό κάτω από 800 ευρώ, έναντι 11% στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου οι μισοί εργαζόμενοι λαμβάνουν μισθούς άνω των 1.000 ευρώ. Η ψαλίδα των μισθολογικών ανισοτήτων διευρύνεται επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή, με τους επιστημονικούς συνεργάτες της συνομοσπονδίας να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Η μεγάλη υποχώρηση στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και η υψηλή ανεργία που εκτιμάται από τους επιστήμονες της ΓΣΕΕ κοντά στο 30% οδηγούν σε φτωχοποίηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση απορρέει αφενός από τη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου από την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους. 

Αυξανόμενο βαίνει επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή στεγαστικών και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015). Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015. 

Από την επεξεργασία των στοιχείων της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού (β΄ τρίμηνο του 2016), το ΙΝΕ ΓΣΕΕ σημειώνει πως ενώ στον ιδιωτικό τομέα με καθαρούς μισθούς κάτω των 800 ευρώ αμείβεται το 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ), στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κάτω των 800 ευρώ ποσοστό λαμβάνει το 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ). Οι μισθολογικές ανισότητες συνεχίζονται και όσο ανεβαίνουν τα ποσά. Ετσι, στον ιδιωτικό τομέα, καθαρούς μισθούς μεταξύ 800999 ευρώ λαμβάνει το 17,3%, το αντίστοιχο ποσοστό στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ανέρχεται σε 23,6%. Ανω των 1.000 ευρώ καθαρά λαμβάνει το 17,8% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ), έναντι ποσοστού 54,4% στον ευρύτερο δημόσιο (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ). 

Η συνομοσπονδία παρατηρεί ότι ενώ τα ποσοστά ανεργίας εμφανίζουν οριακή βελτίωση (στο 22,6% το γ΄ τρίμηνο του 2016), αν ληφθούν υπόψη οι αποθαρρυμένοι άνεργοι που δεν ανανεώνουν την κάρτα τους, το υπόλοιπο εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και η μη ηθελημένη μερική απασχόληση, το «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας εκτινάσσεται σε 29,6%. Την ίδια στιγμή, η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%, ενώ η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2% και στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%. 

Τα δεδομένα αυτά σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων απολύτως αναποτελεσματική. 

Αλλά και ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Οπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 20102015 κατά 14,3%. 

Το ποσοστό φτώχειας στους εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011 και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 16%. Οσον αφορά τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξεως των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. 

Ρούλα Σαλούρου (Καθημερινή)