Του Βαγγέλη Δουράκη 

Το «στοίχημα» για φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο μπήκε με την εφαρμογή του «διζωνικού» τιμολογίου, μοιάζει να … χάνεται: Αν και στη θεωρία η υιοθέτηση του συγκεκριμένου «μοντέλου» θα έφερνε χαμηλότερες χρεώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος που πληρώνουν τόσο τα νοικοκυριά όσο και βιομηχανίες και εμπόριο, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν … συνέβη. Τρανή απόδειξη το ότι δύο βιομηχανικές μονάδες κινδυνεύουν με «λουκέτο» λόγω του υψηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. 

Η υιοθέτηση του διζωνικού τιμολογίου θεωρητικά -πέρα από τον αντίκτυπο στα νοικοκυριά- θα διαφοροποιούσε και τα δεδομένα στην αγορά: Πάντα μιλώντας σε θεωρητικό επίπεδο το κόστος παραγωγής και λειτουργίας των βιομηχανιών, αλλά και των εμπορικών καταστημάτων, θα περιοριζόταν αρκετά, με ότι αυτό θα σήμαινε και για τις τελικές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής ενός βιομηχανικού προϊόντος ή μιας εμπορικής υπηρεσίας. 

Το εγχείρημα στην αγορά ενέργειας που δεν… βγήκε 

Γιατί θα συνέβαινε αυτό; 

Όλα ξεκινούν από την παραγωγή ρεύματος μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ): Κατά τις μεσημεριανές ώρες έχουμε υψηλά ποσοστά «πράσινης» ενέργειας να εισέρχονται στο σύστημα κυρίως από τα φωτοβολταϊκά, χωρίς όμως να υπάρχει και η ανάλογη κατανάλωση. 

Έτσι, οι παραγωγοί ΑΠΕ το μεσημέρι είναι αναγκασμένοι να διαθέτουν σε πολύ φθηνές τιμές την ενέργεια που παράγουν, με τα έσοδά τους να είναι εξαιρετικά περιορισμένα.

Πάντα, λοιπόν με βάση τον σχεδιασμό επί χάρτου, η «μεταφορά» του «προνομιακού» φθηνού τιμολογίου κατά τις μεσημεριανές ώρες, θεωρήθηκε πως θα αυξήσει την ζήτηση για ενέργεια, επιτρέποντας έτσι στους παραγωγούς ΑΠΕ να βάλουν «φρένο» στην «κατρακύλα» των τιμών που πωλούν το προϊόν τους. 

Και από την άλλη βέβαια θα ήταν μια «χρυσή ευκαιρία» για βιομηχανίες και εμπορικές δραστηριότητες να εξασφαλίσουν μέσω διαπραγμάτευσης χαμηλές τιμές, λόγω ακριβώς της υπερβάλλουσας προσφοράς. 

Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να διασφαλιστεί με την υιοθέτηση Διμερών Συμβάσεων Πώλησης Ηλεκτρικής Ενέργειας (ή Power Purchase Agreements – PPAs) ανάμεσα στους «πράσινους» παραγωγούς και τους βιομηχανικούς και εμπορικούς καταναλωτές.  

Συμβάσεις όμως που με την εξαίρεση πολύ συγκεκριμένων mega deals δεν φάνηκε να έχουν απήχηση στην αγορά για αυτό και πιθανότατα φτάσαμε στο σημείο ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος να μιλά για «λουκέτο» σε δύο τουλάχιστον βιομηχανικές μονάδες, ελέω του υψηλού κόστους ενέργειας. 

Με άλλα λόγια, ο φιλόδοξος σχεδιασμός και η εφαρμογή του διζωνικού τιμολογίου... έπεσε στο «κενό» καθώς οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος παραμένουν στα… ψηλά! 

Και νέο «στοίχημα» με αβέβαιο αποτέλεσμα 

Από την πλευρά του ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος προτείνει την υιοθέτηση ενός άλλου μοντέλου, ενός νέου «στοιχήματος» θα έλεγε κανείς, εκείνου που εφαρμόζεται στην Ιταλία. Η φιλοσοφία του ιταλικού μοντέλου του λεγόμενου «Energy Release 2.0» βασίζεται στο εξής: Μία βιομηχανία «δανείζεται» σε πολύ χαμηλές και σταθερές τιμές ρεύμα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας για ένα διάστημα πχ 3 ετών. Για να συμβεί όμως αυτό δεσμεύεται να χρηματοδοτήσει ή να κατασκευάσει νέα έργα ΑΠΕ για να επιστρέψει την ενέργεια που «δανείστηκε» σε μεγαλύτερες ποσότητες και στις ίδιες τιμές.

Για το συγκεκριμένο μοντέλο όμως γνώστες της αγοράς όπως ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης, ενεργειακός επιθεωρητής, επισημαίνουν πως στη χώρα μας είναι δύσκολο έως απίθανο να λειτουργήσει: Όπως αναφέρει «η Ιταλία έχει τις προϋποθέσεις να εφαρμόσει αυτού του τύπου το μοντέλο, διότι α. διαθέτει πολλαπλάσια δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, β. έχει ισχυρές ηλεκτρικές διασυνδέσεις με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και γ. βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης ΑΠΕ σε σχέση με την Ελλάδα, άρα έχει «ηλεκτρικό χώρο» για νέες επενδύσεις».

Αντίθετα, όπως τονίζει στη χώρα μας τα δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά καθώς: α. υπάρχει υπερπληθώρα έργων σε αναμονή, β. τα δίκτυα είναι ανεπαρκή, γ. δεν υπάρχουν αρκετά αποθηκευτικά συστήματα και δ. ο ορίζοντας απόσβεσης των επενδύσεων είναι υπερβολικά δεσμευτικός για μια ελληνική βιομηχανία.

Και ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης καταλήγει: «η Ελλάδα συχνά υιοθετεί ξένα μοντέλα χωρίς να αξιολογεί αν ταιριάζουν στη δική της πραγματικότητα – ‘’βάζοντας το κάρο μπροστά από το άλογο’’. Το ιταλικό μοντέλο, όσο ελκυστικό κι αν φαίνεται στα χαρτιά, δεν έχει τύχη στην ελληνική βιομηχανία. Τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, η κορεσμένη αγορά ΑΠΕ και η ανυπαρξία ουσιαστικών υποδομών (αποθήκευσης και διασυνδέσεων) καθιστούν το σχήμα ανέφικτο». 

Αυτό που ενδεχομένως χρειάζεται η χώρα μας για φθηνότερη ενέργεια λοιπόν είναι, αντί για την εφαρμογή διάφορων «μοντέλων», να επενδύσει σε δίκτυα, διασυνδέσεις και αποθήκευση, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει τις ΑΠΕ που ήδη είναι σε αναμονή.  

 skai.gr