Σε αδιέξοδο οδηγείται η ελληνική τυροκομία, λόγω των υψηλών τιμών παραγωγού της πρώτης ύλης και της μείωσης της κατανάλωσης της φέτας. Εφέτος όμως απέκτησε και ένα νέο ανταγωνιστή –απειλητικό εν προκειμένω μέσα στην τρέχουσα συγκυρία- που στο παρελθόν φαινόταν ακίνδυνος, το λεγόμενο «άσπρο τυρί» τύπου φέτα, που παράγεται μόνο από αγελαδινό γάλα –οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες τις υπερβάλλουσες ποσότητες γάλακτος που είναι υποχρεωμένες να αγοράζουν από τους κτηνοτρόφους εκ των συμβολαίων τους, τις «αποθηκεύουν» στην τυροκόμηση.

Έχει σαφώς χαμηλότερη τιμή και στη διάρκεια των τελευταίων μηνών προβάλλεται ως «υγιεινό» τυροκομικό προϊόν, λόγω των χαμηλότερων λιπαρών που διαθέτει. Κυρίως όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα παρατηρείται στις μικρές τυροκομικές μονάδες, οι οποίες εξαρτούν τις πωλήσεις τους σχεδόν αποκλειστικά από την εσωτερική αγορά, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με όλες τις αντινομίες της εσωτερικής αγοράς, ενώ αντιθέτως η εξαγωγική της πορεία είναι εντυπωσιακή, αν και δεν είναι χωρίς προβλήματα, ιδιαίτερα στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας, όπου δεν είναι κατοχυρωμένη ως ΠΟΠ προϊόν.

Σ΄αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η απόφαση των μετόχων της Μινέρβα ΑΕ να πουλήσουν την τυροκομική μονάδα που διαθέτουν στον νομό Ιωαννίνων, που από το 2008 είχε αγοράσει η προηγούμενη ιδιοκτησία της.

Παράλληλα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στο επόμενο διάστημα η Τράπεζα Πειραιώς προγραμματίζει πλειστηριασμούς για μονάδες που έχει στο χαρτοφυλάκιο της –κληρονομιά από την πρώην Αγροτική Τράπεζα. Πρόκειται για τυροκομικές μονάδες οι οποίες ήδη λειτουργούν αλλά έχουν «κόκκινα» δάνεια από παλιά, που σκοπεύει να τις βγάλει σε πλειστηριασμό το επόμενο διάστημα – μία εξ αυτών βρίσκεται στην περιοχή της Λαμίας, άλλη στην περιοχή των Δελφών.

Πηγές της Μινέρβα έλεγαν ότι οι πωλήσεις της τυροκομικής της μονάδας δεν αντιστοιχούν παρά μόνο σε ένα μικρό μέρος των συνολικών της πωλήσεων –οι πωλήσεις της κυμαίνονται περί τα 5 εκατ. ευρώ ετησίως– εξαρτώνται αποκλειστικά από την εσωτερική αγορά και πιέζονται ασφυκτικά από τον ανταγωνισμό του «λευκού τυριού».

Επίσης εξαρτώνται αποκλειστικά από τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ και το σύστημα των ετήσιων παροχών προς τις δεύτερες, καθώς και με την  υψηλή τιμή της πρώτης ύλης – έχει διαμορφωθεί περί τα 1,60 ευρώ το κιλό η τιμή του πρόβειου γάλακτος – όπως και από τις προκαταβολές προς τους κτηνοτρόφους με τους οποίους είναι συμβεβλημένη, όπως και από το υψηλό μεταφορικό κόστος, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα συνέργειας στην μεταφορά των τυροκομικών προϊόντων.

Άλλες πηγές στην αγορά έλεγαν ότι η μονάδα έχει ανάγκη επενδύσεων και «οι μέτοχοι κατάλαβαν ότι το γάλα δεν έχει λεφτά». Παρέπεμπαν μάλιστα στην εμπειρία του επικεφαλής της Deca κ. Δημ. Δασκαλόπουλου από την επιχειρηματική του σταδιοδρομία στον κλάδο της γαλακτοκομίας.

Σύμφωνα με πληροφορίες η Alpha Bank που έχει αναλάβει να βρει αγοραστή απευθύνθηκε ήδη σε κορυφαίο παράγοντα στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων, ο οποίος και απάντησε πως δεν ενδιαφέρεται. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες λέγεται πως υπάρχουν τρεις ενδιαφερόμενοι ως τώρα με δεσμευτικές προσφορές, ενώ κατ' άλλους δεν υπάρχει υπάρχει κανένας ενδιαφερόμενος.

Στην προκειμένη περίπτωση είναι πιθανόν οι μέτοχοι της Μινέρβα ΑΕ να βιάζονται να πουλήσουν πριν «πέσουν» στην αγορά οι πλειστηριασμοί της Τράπεζας Πειραιώς, αν και όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές στην περίπτωση της Μινέρβα ΑΕ το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων μικρών τυροκομικών επιχειρήσεων είναι το brand name «Χωριό» το οποίο είναι αναγνωρίσιμο και διαθέτει ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Δημήτρης Χαροντάκης businessdaily