Μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, είναι πλέον καιρός πολίτες και ιθύνοντες να δουν την πραγματικότητα, σε μία εποχή που αποστρέφεται την αλήθεια

Η Ελλάδα οδηγήθηκε σε αδυναμία πληρωμών το 2010, όταν οι αγορές συνειδητοποίησαν ότι η χώρα μας δεν δημιουργεί εξωτερικά πλεονάσματα ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί το υπέρογκο χρέος που είχε συσσωρευθεί μέχρι τότε. Αυτό συνέβη διότι ο δανεισμός από το εξωτερικό χρηματοδοτούσε καταναλωτικά κυρίως ελλείμματα στον δημόσιο τομέα, ιδιωτικές επενδύσεις κυρίως σε ακίνητα και εγχώρια ζήτηση κυρίως για τα προϊόντα των παραδοσιακών κλάδων των υπηρεσιών της ελληνικής οικονομίας που δεν είναι εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό. Σταδιακά, αυτό το αναπτυξιακό πρότυπο οδηγεί σε συρρίκνωση των εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας που παράγουν για εξαγωγές ή υποκατάσταση εισαγωγών και συνακόλουθη διόγκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, καθώς η αυξημένη εγχώρια ζήτηση ικανοποιείται από καθαρές εισαγωγές.

Με λίγα λόγια, ζούσαμε με δανεικά και μόλις τελείωσαν τα δανεικά έπρεπε να προσαρμόσουμε απότομα το επίπεδο διαβίωσης στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας μας. Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας με τα μνημόνια αποσκοπούσε στην αντιστροφή των παραγόντων που οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμών. Έπρεπε να γίνει μεγάλη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και να ενισχυθεί η εξωστρέφεια του παραγωγικού προτύπου μέσω διαρθρωτικών αλλαγών. Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίο να μεταφερθούν επενδυτικοί πόροι από χαμηλής σε υψηλής παραγωγικότητας κλάδους, δημιουργώντας συνθήκες ισχυρής αυτοδύναμης ανάπτυξης χωρίς δανεικά.

Το πρόβλημα είναι ότι το εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο δεν χτίζεται μέσα σε μία βραδιά. Έχουμε έτσι τεράστια ανεργία στους παραδοσιακούς κλάδους, που είναι δύσκολο να απορροφηθεί από τους δυναμικούς κλάδους. Μεγάλα στρώματα της κοινωνίας έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η προσαρμογή ήταν βίαιη και το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα κατά το 1/4 περίπου. Κάτι τέτοιο, σε καιρό ειρήνης, δημιουργεί ακραίες οικονομικές ασυνέχειες και κοινωνικές αναστατώσεις. Πολλοί, πέραν της ανεργίας, βιώνουν και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία για λίγες ώρες απασχόλησης την εβδομάδα, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να πλήττονται χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Το αποτέλεσμα είναι η έξοδος των νεότερων σε αναζήτηση δουλειάς στο εξωτερικό και η διογκούμενη αγανάκτηση όσων παραμένουν πίσω.

Οι συνταξιούχοι βλέπουν τα όνειρα μιας ζωής να καταρρέουν, καθώς οι συντάξεις τους και οι παροχές υγείας –που πληρώνονται από φόρους και εισφορές όσων εργάζονται– περικόπτονται σε ένα περιβάλλον οικονομικής στασιμότητας και μεγάλων ακόμη ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος. Οι εργαζόμενοι στις πιο παραγωγικές ηλικίες βλέπουν ότι είναι σχεδόν αδύνατον να αποταμιεύσουν για να φτιάξουν οικογένεια, να αποκτήσουν ένα σπίτι, να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να ανοίξουν μία επιχείρηση και να διασφαλίσουν το μέλλον τους γενικότερα. Και όλα αυτά σπρώχνουν τους ψηφοφόρους προς ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς που καλλιεργούν φρούδες ελπίδες στους πολίτες.

Η λύση δεν είναι εύκολη. Δεδομένης, όμως, της συγκυρίας, υπάρχουν ορισμένα αναγκαία –αν και όχι ικανά– βήματα που πρέπει να γίνουν. Η αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου υλοποιείται μόνον με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η απλή συνταγή είναι ανταγωνισμός παντού. Ό,τι εμποδίζει την λειτουργία των επιχειρήσεων, την είσοδο, σύσταση και εγκατάσταση νέων, καθώς και την έξοδο παλαιών, υπερχρεωμένων και μη βιώσιμων επιχειρήσεων, εμποδίζει την ανάπτυξη χωρίς δανεικά και πρέπει να αποσυρθεί. Στο πεδίο αυτό εμπίπτουν οι αλλαγές για την άρση των εμποδίων που βάζει η κρατική γραφειοκρατία, η αργή απονομή της δικαιοσύνης, το αφιλόξενο κλίμα για την επιχειρηματικότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις ξένες επενδύσεις, η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων, της εργασίας και της περιουσίας και εν γένει το θεσμικό πλαίσιο, που βρίθει στρεβλώσεων, δυσκαμψιών και προνομιακής μεταχείρισης των εκλεκτών του πελατειακού συστήματος.

Το επόμενο βήμα είναι να εστιάσουμε σε 2-3 μεγάλες επιδιώξεις. Χώρες, κλάδοι και επιχειρήσεις αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σταδιακά και με σκληρή προσπάθεια, όταν υπάρχει ανταγωνισμός, όταν λειτουργούν οι αγορές. Η ελληνική βιομηχανία, για παράδειγμα, που δημιουργεί θέσεις εργασίας υψηλών προδιαγραφών, πώς είναι δυνατόν να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τους κολοσσούς των διεθνών αγορών όταν επιχειρεί σε μία χώρα υψηλότερου κόστους ενέργειας, υψηλότερου μη μισθολογικού κόστους, υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης κ.ο.κ, όπως η Ελλάδα;

Ταυτόχρονα, πέραν του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, πρέπει να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα που έχουμε ως χώρα λόγω γεωγραφίας (τουρισμός, εφοδιαστική αλυσίδα, πολιτισμός, κλίμα, κ.ο.κ.), τα οποία δευτερογενώς παίζουν καταλυτικό ρόλο και για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της γεωργίας, καθώς και των κατασκευών και των υποδομών.

Μέχρι σήμερα, με κόπους και θυσίες έχουν γίνει πολλά. Τίποτα όμως δεν είναι εξασφαλισμένο. Ο λαϊκισμός είναι σε έξαρση. Οι μαγικές λύσεις έχουν πέραση. Ζούμε σε μία εποχή που αποστρέφεται την αλήθεια. Χωρίς ορθό λόγο, δεν υπάρχει ανάχωμα. Αργά ή γρήγορα, θα οδηγηθούμε σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Χρειάζεται λοιπόν εγρήγορση και όχι εφησυχασμός. Οι ελίτ πρέπει να καθοδηγούν, όχι να διεγείρουν τα ταπεινότερα ένστικτα των πολιτών. Χρειάζονται πολιτικοί που να μην σκίζουν τα μνημόνια πριν να δώσουν οι ίδιοι δείγματα γραφής για την ανόρθωση της χώρας. Χρειάζονται πολιτικοί που να μην διαχειρίζονται τα απομεινάρια της ημέρας, αλλά να χαράσσουν και να υλοποιούν σχέδια για το μέλλον.

Στην χώρα μας σήμερα πλανάται μία βουβή απόγνωση. Πρέπει να βρούμε την δύναμη να τα βάλουμε όλα ξανά σε τάξη. Είμαστε ικανοί να μεγαλουργήσουμε. Να κάνουμε την Ελλάδα γη της επαγγελίας. Ας συνεννοηθούμε.

*Ο Μιχάλης Μασουράκης είναι επικεφαλής οικονομολόγος στον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Το άρθρο του γράφτηκε για το EBR