Καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης αποδεικνύεται ανθεκτική, ορισμένα από τα ισχυρότερα εργατικά συνδικάτα, όπως το Verdi στη Γερμανία, διεκδικούν αυξήσεις στους μισθούς και ο πληθωρισμός αποδεικνύεται επίμονος, η αγορά προεξοφλεί αύξηση των επιτοκίων του ευρώ σε ιστορικά υψηλά. Ετσι οι αποδόσεις των ομολόγων ανεβαίνουν και οι τιμές τους τείνουν να διαγράψουν σχεδόν όση άνοδο σημείωσαν στη διάρκεια του Ιανουαρίου. Και στο μεταξύ παρόμοια είναι η εικόνα και στην αμερικανική αγορά ομολόγων παρά τη διαφορά ανάμεσα στην αμερικανική οικονομία και την Ευρωζώνη. Αιτία είναι και πάλι το ότι η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη δείχνει εξίσου ισχυρές αντιστάσεις ή και ισχυρότερες εκείνων της Ευρωζώνης και ο πληθωρισμός στην υπερδύναμη απέχει ακόμη πολύ από τον στόχο του 2%.

Ο ζωτικός για την οικονομία της Ευρωζώνης τομέας των υπηρεσιών σημειώνει ανάπτυξη, όπως προδίδουν τα τελευταία στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα στην αρχή της εβδομάδας. Την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη βρίσκεται ακόμη στο 8,5%, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων που έχει αποφασίσει η ΕΚΤ στη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του περασμένου έτους. Ετσι την περασμένη εβδομάδα αναβάθμισαν την πρόβλεψή τους για τα επίπεδα των επιτοκίων στο 3,5% οι Goldman Sachs, Barclays και Berenberg. Παράλληλα, τα στοιχήματα στην αγορά συγκλίνουν στην εκτίμηση πως η ΕΚΤ θα έχει φθάσει το κόστος δανεισμού της Ευρωζώνης στο 3,75% μέχρι τον Σεπτέμβριο. Αν αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, τα επιτόκια του ευρώ θα βρίσκονται στο ιστορικό υψηλό στο οποίο βρίσκονταν το 2001, όταν η ΕΚΤ προσπαθούσε ακόμη να στηρίξει την αξία του νεοπαγούς νομίσματος. Και όπως τόνισε προ ημερών η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η Τράπεζα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις στο μέτωπο των μισθών, καθώς οι αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων ενδέχεται να επιταχύνουν περαιτέρω τις πληθωριστικές πιέσεις. Μιλώντας, άλλωστε, προ ημερών στο Bloomberg, η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, τόνισε πως «υπάρχει κίνδυνος να αποδειχθεί ο πληθωρισμός πολύ πιο επίμονος απ’ όσο εκτιμούν σήμερα οι αγορές». Παράλληλα, ο Φρεντερίκ Ντουκροζέτ, επικεφαλής του τομέα μακροοικονομικών ερευνών στην Pictet Wealth Management, θεωρεί πιθανό να συνεχιστούν οι αυξήσεις των επιτοκίων και μετά τον Σεπτέμβριο και να φθάσει το κόστος δανεισμού στο 4%.

Την ανησυχία της Τράπεζας πυροδοτούν τα πιεστικά αιτήματα εργατικών συνδικάτων που ζητούν αυξήσεις μισθών, ικανές να καλύψουν την απώλεια του εισοδήματός τους εξαιτίας του πληθωρισμού. Το εργατικό συνδικάτο Verdi της Γερμανίας διεκδικεί αύξηση μισθών 10% για τα 2,5 εκατ. των εργαζομένων που εκπροσωπεί, ενώ το FNV της Ολλανδίας διεκδικεί αυξήσεις 16,9% για τους εργαζομένους στις μεταφορές. Οι εκτιμήσεις της αγοράς επηρεάζουν αυτομάτως την αγορά ομολόγων, με τα διετή ομόλογα του γερμανικού δημοσίου να υποχωρούν και τις αποδόσεις τους να φθάνουν στο 2,95%, σημειώνοντας τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών. Στο μεταξύ, παρόμοιες αντιδράσεις έχει και η αμερικανική αγορά ομολόγων παρά το γεγονός ότι μέχρι προσφάτως φαινόταν πως η Federal Reserve θα στρεφόταν σε ηπιότερες αυξήσεις επιτοκίων και ενδεχομένως θα έδινε τέλος σχετικά σύντομα σε αυτή τη στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική. Τα τελευταία στοιχεία, όμως, φέρουν την αμερικανική οικονομία να κινείται ανοδικά, με τον μεταποιητικό τομέα και τον τομέα των υπηρεσιών να παρουσιάζουν ανάπτυξη υψηλότερη από τις προβλέψεις. Αναθέρμαναν έτσι τις προβλέψεις για νέες αυξήσεις των επιτοκίων του δολαρίου. Ως αποτέλεσμα, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου σημείωσαν την Τρίτη άλμα κατά 14 μονάδες βάσης, φθάνοντας στο 3,95%.

Από την αρχή του Φεβρουαρίου και μέχρι την Τρίτη ο παγκόσμιος δείκτης του Bloomberg που παρακολουθεί τις τιμές των ομολόγων υποχώρησε 2,9%. Αυτό σημαίνει πως τα ομόλογα τείνουν να χάσουν το σύνολο της ανόδου κατά 3,3% που είχαν σημειώσει στη διάρκεια του Ιανουαρίου. Η ανησυχία για τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού δεν περιορίζεται στην Ευρωζώνη και στις μεγάλες οικονομίες. Η κεντρική τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας ήταν χθες η τελευταία που προειδοποίησε για τους κινδύνους του υψηλού πληθωρισμού, όταν η επιτροπή νομισματικής πολιτικής ανακοίνωσε αύξηση του βασικού επιτοκίου της κατά μισή εκατοστιαία μονάδα. Επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις των οικονομολόγων έφθασε τα επιτόκιά της στο 4,75%, που είναι και το υψηλότερο επίπεδο ανάμεσα σε όλες τις οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου.

FINANCIAL TIMES, BLOOMBERG, REUTERS, KATHIMERINI