Συναίνεση φαίνεται να διαμορφώνεται μεταξύ κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά την αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, ζητούμενο τόσο για την κυβέρνηση Μπάιντεν όσο και για τις Βρυξέλλες. Παράλληλα, όμως, στο κοινό μέτωπο που συγκροτείται υπέρ της αύξησης των εταιρικών φόρων και ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο τείνουν να προσχωρήσουν και επιχειρήσεις.

Αυτό προκύπτει τουλάχιστον από την τοποθέτηση του ιδρυτή και διευθύνοντος συμβούλου της Amazon, Τζεφ Μπέζος, υπέρ της αύξησης των φόρων στις επιχειρήσεις. Σε μνημόνιο προς την εταιρεία του, ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου εξέφρασε την υποστήριξή του στο φιλόδοξο πρόγραμμα δαπανών για έργα υποδομής ύψος 2,3 τρισ. δολαρίων που έχει εξαγγείλει ο Αμερικανός πρόεδρος και στην ανάγκη να χρηματοδοτηθεί από φόρους.

Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal, στο μνημόνιο προς την εταιρεία του αναγνωρίζει ότι «αυτές οι επενδύσεις θα απαιτήσουν παραχωρήσεις από όλες τις πλευρές, τόσο ως προς τα συγκεκριμένα στοιχεία που περιέχει όσο και ως προς το πώς θα χρηματοδοτηθεί». Προσθέτει, επίσης, ότι η Amazon υποστηρίζει την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις ενώ καλεί τα δύο κόμματα του αμερικανικού Κογκρέσου να «συνεργαστούν» και να καταλήξουν σε συμβιβασμό επί του θέματος.

Η αναφορά του στη χρηματοδότηση των έργων υποδομής οφείλεται στην πρόθεση που έχει εκφράσει ο Τζο Μπάιντεν να χρηματοδοτήσει οδικές αρτηρίες, γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές, αλλά και κτιριακές εγκαταστάσεις σχολείων, μέσω της αυξημένης φορολογίας στις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, σχεδιάζει να αυξήσει τον συντελεστή των εταιρικών φόρων από το υφιστάμενο 21% στο 28%. Σημειωτέον ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα ο Αμερικανός πρόεδρος ανέφερε την Amazon ως παράδειγμα εταιρείας που δεν καταβάλλει τους φόρους που της αναλογούν καθώς εκμεταλλεύεται τα «παραθυράκια» της αμερικανικής νομοθεσίας για να ελαχιστοποιεί τη φορολογική της επιβάρυνση. Λίγες ώρες νωρίτερα, τόσο η Κομισιόν όσο και οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας και της  Γαλλίας είχαν εκφράσει τη στήριξή τους στην πρόταση της Ουάσιγκτον για θέσπιση ελάχιστου εταιρικού φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η έκκληση

Ο λόγος για την πρόταση που διατύπωσε στην αρχή της εβδομάδας η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, απευθυνόμενη τόσο στις χώρες-μέλη του G20 όσο και πέραν αυτών. Η κ. Γέλεν πρωτίστως ανακάλεσε τις αντιρρήσεις που είχε προβάλει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ στα σχέδια που εξετάζονται στους κόλπους του ΟΟΣΑ για φορολόγηση των κερδών των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών. Παράλληλα, απηύθυνε έκκληση για παγκόσμια συνεργασία με στόχο την επιβολή διεθνούς φορολογικού συντελεστή που θα ισχύει για τις πολυεθνικές εταιρείες ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο βρίσκονται ή έχουν φορολογική έδρα. Σε μήνυμά της στο Τwitter η κ. Γέλεν έκανε μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στους τεχνολογικούς κολοσσούς της Αμερικής που μεταφέρουν τη φορολογική τους έδρα σε διάφορα μέρη ανά τον κόσμο εντελώς ανεξάρτητα από το μέρος στο οποίο έχουν αντλήσει τα κέρδη τους. 

Διευκρίνισε ακόμη ότι ένας τέτοιος φόρος θα έδινε τέλος στην προσπάθεια των χωρών να μειώσουν τους εταιρικούς τους φόρους περισσότερο από τις άλλες χώρες προκειμένου να προσελκύσουν επιχειρήσεις. Τόνισε, επιπλέον, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο θα έχουν σταθερά φορολογικά συστήματα ώστε να αντλούν επαρκή φορολογικά έσοδα για να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε αναγκαία δημόσια αγαθά, αλλά και να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσα θετικές από πλευράς των ευρωπαϊκών χωρών. Από πλευράς του Βερολίνου, ο υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς υπογράμμισε πως «είναι πλέον ρεαλιστικό να προσβλέπουμε σε συμφωνία μέσα στο έτος για τον ελάχιστο φόρο στις επιχειρήσεις αλλά και καλύτερη φορολογία για την ψηφιακή οικονομία». Παράλληλα, ο Γάλλος ομόλογός του, Μπρινό Λε Μερ, εξέφρασε ικανοποίηση για την πρόταση της κ. Γέλεν, καθώς και την ελπίδα πως «μπορούμε να κινηθούμε μαζί με την Τζάνετ Γέλεν σε ό,τι αφορά τη φορολογία των ψηφιακών υπηρεσιών και να καταλήξουμε σε συμφωνία στους κόλπους του ΟΟΣΑ μέσα στο καλοκαίρι». Ανάλογη ήταν η αντίδραση του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών.

kathimerini