«Βροχή» αιτήσεων πτώχευσης, βάσει του Νόµου 4818/2021, καταθέτουν φυσικά πρόσωπα µε εµπορική δραστηριότητα ή όχι που αδυνατούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους σε τράπεζες και ασφαλιστικά ταµεία. Το νοµοθετικό πλαίσιο για τη «δεύτερη ευκαιρία» δίνει, υπό συγκεκριµένες προϋποθέσεις, τη δυνατότητα σε φυσικά πρόσωπα να απαλλαγούν από τα χρέη τους και σε ορίζοντα τριετίας ή και ενός χρόνου (εάν διαθέτουν ακίνητη περιουσία) να κάνουν καινούργια αρχή, να δραστηριοποιηθούν, εκ νέου, επιχειρηµατικά.

Η απαλλαγή από τα χρέη φαίνεται ότι αποτελεί ισχυρό δέλεαρ, µε αποτέλεσµα περίπου 1.400 φυσικά πρόσωπα να έχουν κάνει χρήση των συγκεκριµένων διατάξεων το 2022. Σύμφωνα με την εφημερίδα "Καθημερινή", υπολογίζεται ότι κατετίθεντο περίπου έξι αιτήσεις ανά εργάσιµη ηµέρα την περυσινή χρονιά.

«Μέσω της πτώχευσης και της απαλλαγής του φυσικού προσώπου από τα χρέη του παρέχεται στον οφειλέτη δεύτερη ευκαιρία να επαναδραστηριοποιηθεί, αναλαµβάνοντας εκ νέου επιχειρηµατική δραστηριότητα. Ο νόµος δίνει τη δυνατότητα σε φυσικά πρόσωπα να απαλλαγούν από τα χρέη τους και σε ορίζοντα τριετίας ή ενός χρόνου να κάνουν ένα νέο ξεκίνηµα.

Συγχρόνως εξυπηρετείται η εθνική οικονοµία, διότι σε διαφορετική περίπτωση ο οφειλέτης θα παρέµενε εγκλωβισµένος σε µια διαρκή χρεωστική θέση, από την οποία δεν θα µπορούσε να εξέλθει και θα κατέφευγε στην παραοικονοµία», αναφέρει στην «Καθημερινή» ο δικηγόρος Βαγγέλης Τρανώρης. Ποιες, όµως, είναι οι απαιτούµενες προϋποθέσεις;

Στις λεγόµενες πτωχεύσεις µικρού αντικειµένου, για να τεθεί ο οφειλέτης σε καθεστώς χρεοκοπίας πρέπει το σύνολο της περιουσίας του (κινητά, ακίνητα κ.τ.λ.) να µην υπερβαίνει το ποσό των 350.000 ευρώ. Οπως εξηγεί ο κ. Τρανώρης, απαιτείται ακόµη να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωµών, δηλαδή να αδυνατεί να καταβάλει τις ληξιπρόθεσµες υποχρεώσεις του προς το ∆ηµόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή τα πιστωτικά - χρηµατοδοτικά ιδρύµατα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεών του. Η παύση πληρωµών θα πρέπει να είναι για περίοδο τουλάχιστον έξι µηνών και η µη εξυπηρετούµενη υποχρέωση θα πρέπει να υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Σε περίπτωση που εντός 30 ηµερών από την υποβολή της αίτησης (στο ηλεκτρονικό µητρώο φερεγγυότητας) δεν υπάρξει παρέµβαση κατά αυτής ή υποβληθεί παρέµβαση που αφορά µόνο τον διορισµό συνδίκου, το πτωχευτικό δικαστήριο µε µόνη την παρέλευση του παραπάνω χρονικού διαστήµατος εκδίδει απόφαση κήρυξης του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης.

«Από την επισκόπηση της νοµολογίας, η πλειοψηφία των δηµοσιευµένων αποφάσεων κάνει δεκτές τις υποβληθείσες αιτήσεις πτώχευσης», σηµειώνει ο κ. Τρανώρης. Η ελκυστικότητα του καθεστώτος της δεύτερης ευκαιρίας αποδίδεται στο γεγονός ότι ο οφειλέτης - φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από το υπόλοιπο των χρεών που παραµένει µη εξοφληθέν µετά την περάτωση της πτώχευσης, µε µόνη προϋπόθεση την παρέλευση τριετίας από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης. Ωστόσο, ακόµη και αν ο οφειλέτης δεν ενταχθεί στις ρυθµίσεις επειδή δεν διαθέτει περιουσία, η καταχώρισή του στο ηλεκτρονικό µητρώο φερεγγυότητας (ως µη κηρυχθείς σε πτώχευση) αρκεί για να απαλλαγεί από τα χρέη του και σε µία τριετία να επαναδραστηριοποιηθεί επιχειρηµατικά.

Επίσης, «η τριετής προθεσµία συντέµνεται σε ένα έτος εφόσον πρόκειται για οφειλέτη, η κύρια κατοικία του οποίου ή άλλα πάγια σηµαντικά στοιχεία περιλαµβάνονται στην πτωχευτική περιουσία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ», τονίζει ο δικηγόρος Βαγγέλης Τρανώρης.

Πρακτικά, εάν ένα φυσικό πρόσωπο οφείλει 300.000 ευρώ και διαθέτει περιουσιακά στοιχεία 90.000 ευρώ, τότε αυτά εκποιούνται µε στόχο την ικανοποίηση των πιστωτών και το υπολειπόµενο ποσό (210.000 ευρώ) διαγράφεται. Αντίθετα, εάν οφειλέτης χρωστάει 150.000 ευρώ και διαθέτει περιουσία 350.000 ευρώ, αυτή εκποιείται για την αποπληρωµή των πιστωτών, µε το υπόλοιπο τµήµα της περιουσίας να παραµένει στην κυριότητα του φυσικού προσώπου.

Οσον αφορά την προστασία της κύριας κατοικίας προβλέπεται µόνο για φυσικά πρόσωπα που ανήκουν στους ευάλωτους οφειλέτες και διαθέτουν κάποιες από τις τρεις προϋποθέσεις. Εχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, προχωρεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (εις βάρος της κύριας κατοικίας) ή έχει καταρτιστεί σύµβαση αναδιάρθρωσης (µεταξύ οφειλέτη και φορέα κοινωνικής ασφάλισης).

Σε κάθε περίπτωση, µέχρι να παρέλθει είτε η τριετία είτε ο ένας χρόνος (εφόσον ο οφειλέτης διαθέτει ακίνητη περιουσία), το φυσικό πρόσωπο δεν είναι δυνατό να επαναδραστηριοποιηθεί επιχειρηµατικά καθώς βρίσκεται σε καθεστώς πτώχευσης, έχοντας τη δυνατότητα εξασφάλισης ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος που είναι ακατάσχετο.

Οι επιχειρήσεις έκλεισαν, τα χρέη έµειναν...

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των φυσικών προσώπων για τα οποία αποτελεί µονόδροµο η πτώχευση; Ως επί το πλείστον, οι οφειλέτες που ζητούν δεύτερη ευκαιρία διέθεταν ατοµικές επιχειρήσεις που διέκοψαν τη δραστηριότητά τους πριν από αρκετά χρόνια, µε αποτέλεσµα τη συσσώρευση χρεών σε ∆ηµόσιο, τράπεζες και ασφαλιστικά ταµεία.

Ενδεικτικά, επικεφαλής οµόρρυθµης εταιρείας καθαρισµού κτιρίων, που έπαυσε να δραστηριοποιείται το 2013, εντάχθηκε σε καθεστώς πτώχευσης διότι παραµένει τα τελευταία χρόνια άνεργη, ενώ οι αποδοχές του συζύγου της είναι πολύ χαµηλές. Εχει συσσωρεύσει χρέη άνω των 310.000 ευρώ που σχετίζονται µε στεγαστικά, προσωπικά και επαγγελµατικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, και διαθέτει ένα ακίνητο και ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε αγροτεµάχιο, των οποίων η αξία υπολείπεται του συνόλου των οφειλών.

Σε άλλη περίπτωση, οικογενειακή επιχείρηση εµπορίας ειδών αργυροχοΐας µε σηµαντικό αριθµό υποκαταστηµάτων εντός και εκτός Αττικής, λόγω της χρηµατοπιστωτικής κρίσης, κατέρρευσε το 2009. «Μαζί µε τις εταιρείες επήλθε και η προσωπική οικονοµική µου κατάρρευση και ολοκληρωτική καταστροφή µου, αφού εξάντλησα κάθε ταµειακό απόθεµα και δυνατότητα δανειοδότησης. Από την προσπάθεια διάσωσης των δύο εταιρειών προέκυψε η σηµερινή υπερχρέωσή µου, δεδοµένου ότι όλα µου τα χρέη προήλθαν αποκλειστικά και µόνο από την παροχή εγγυήσεών µου στα ανοικτά δάνεια κίνησης που αναγκαστικά προσέφυγαν οι δύο εταιρείες στις οποίες συµµετείχα», αναφέρει σε αίτηση πτώχευσης το φυσικό πρόσωπο - πρώην επιχειρηµατίας που οφείλει περίπου 560.000 ευρώ σε ∆ηµόσιο, τράπεζες και ασφαλιστικά ταµεία.

Την πτώχευσή του αιτείται και ιδιωτικός υπάλληλος που οφείλει περισσότερα από 110.000 ευρώ, τµήµα των οποίων δηµιουργήθηκε λόγω της συµµετοχής του ως οµόρρυθµου εταίρου σε επιχείρηση.

Δημήτρης Δελεβέγκος (Καθημερινή)